Ανάπαυλα

Edvard Munch, The Scream
Edvard Munch, The Scream

Απόγευμα, έρχονται οι φίλοι μου, έρχονται χαμόγελα, ανοίγουμε παράθυρα, ανοίγουμε φωνές, μαγειρεύω, τρώνε τα πιάτα μου, σπάνε τα πιάτα μου, τους αφήνω, τους τα δίνω όλα, μου τα δίνουν όλα, τους κρατάω, με σηκώνουν. Ορμάω σε σχέσεις χωρίς αύριο, ανακατεύω φιλίες, ξεμπροστιάζω αμήχανους έρωτες, σαρκάζω σώματα, ξεχνάω ονόματα, αφήνομαι σε όσα με τραβούν από τον τοίχο, δένομαι σε όσα τρέχουν κατά πάνω του. Είμαι καλά, είμαι άρρωστος, ρίχνω τοίχους, φτιάχνω καράβια, ανοίγω την πόρτα μου να φύγω και κλείνω μέσα τον αέρα. Μαθαίνω να με νοιάζομαι, δυσκολεύομαι, περπατώ με το κεφάλι σκυφτό, χαμογελάω στα πεζοδρόμια, κλείνω το μάτι στα σκουπίδια, κάποια στιγμή όλοι εκεί, κάποια στιγμή κι εγώ. Σηκώνω το βλέμμα, ο ήλιος με συγχωρεί, τον συγχωρώ κι εγώ, του συγχωρώ που έβλεπε, ύστερα τον μισώ, τον μισώ που δεν μίλησε, που δεν έμαθα ποτέ γιατί στέκεται εκεί αμέτοχος, αμήχανος, έτοιμος να ρίξει σκιά και να με κρύψει, έτοιμος να τα ξεχάσει όλα. Είμαι εδώ και είμαι μόνος μου, όχι από επιλογή, όχι από ανάγκη, ούτε φταίνε οι περιστάσεις, ούτε οι άλλοι, ποτέ δεν έφταιξαν οι άλλοι, πάντα εγώ, μόνο εγώ, να ψάχνω έρωτες, να συμβιβάζω αιτίες, να δικαιολογώ αφορμές, να ανοίγω αγκαλιές για να προσγειωθούν οι άλλοι, να χτίζω σπίτια, πάντα εγώ, μόνο εγώ, εγώ το στρώμα, το κρεβάτι, η κουζίνα, το μπάνιο, εγώ το αίμα, ο θυμός, η άρνηση, εγώ για εσένα κι εσύ απέναντι.

Εδώ που είμαι δεν μου μένουν και πολλά, συμφιλιώνω όσα δεν μπορώ με όσα με κρατάνε, όσα φοβάμαι με όσα με τρέμουν, όσα αντέχω με όσα με ανέχονται, όσα ελπίζω με όσα με δέχονται, καταργώ αποστάσεις, σχεδιάζω γέφυρες, σκεπάζω αλήθειες. Μια φορά με σκέπασες, έκλαιγα όλο το βράδυ, δεν ξέρω πως είναι να σε σκεπάζουν, δεν ξέρω πως είναι να μην σε αφήνουν γυμνό. Κερνάω τα χρόνια φιλανθρωπίες, βοηθάω όσους δεν αντέχουν, δίνω χρόνο σε όσους τους τελειώνει, δίνω σκεπή σε όσους τους πλακώνει. Κοίτα με, δεν είμαι αυτό που νομίζεις, δεν είμαι αυτό που νομίζω, δεν πιστεύω στον χρόνο, δεν ανήκω στον χώρο, είμαι ανήμπορος, είμαι δυνατός.

Βραδιάζει και το σπίτι άδειο, οι θόρυβοι μειώνονται, οι αντοχές μειώνονται, το σώμα ψάχνει γωνίες, το μυαλό φτιάχνει κύκλους, το χέρι ζωγραφίζει κουτιά, το μάτι αγναντεύει κλουβιά. Τώρα ξέρω, τώρα χαϊδεύω, τώρα συγχωρώ, τώρα καταλαβαίνω. Δεν είναι οι άνθρωποι που δεν γυρίζουν πίσω, είναι ο χρόνος που δεν θέλει να γυρίσει.

ΥΓ: Αλλά δεν έφυγα ποτέ, ούτε και θα φύγω.

15 Replies to “Ανάπαυλα”

  1. ο χρόνος δεν γυρίζει, αμείλικτος, ξεκάθαρος, ειλικρινής. είμαι εδώ λέει – και μας κλείνει το μάτι- τώρα, για τώρα, πάρε με, παίξε με, ζήσε με, τώρα, αύριο δεν θα’μαι δω.

    καλησπέρα όμορφε άνθρωπε. 🙂

    Μου αρέσει!

  2. Πως γίνεται ένας άνθρωπος που έχει φίλους και ξέρει να ανοίγει την αγκαλιά του να περπατά με σκυφτό το κεφάλι;

    Αλήθεια, δε ξέρω αν είναι πρόβλημα ο χρόνος κι αν θα ήθελα πράγματα να γυρίσουν πίσω, νομίζω προτιμώ να μάθω να ζω το τώρα στην ουσία του, με ότι σημαίνει αυτό.

    Δεν είναι εύκολο ξέρεις 🙂

    Μου αρέσει!

  3. Έχω βουρκώσει…Πληγώνει ο χρόνος που δεν γυρνάει πίσω και, αντίθετα, τρέχει τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνεις να συνειδητοποιήσεις ότι μένεις πίσω.

    Μου αρέσει!

  4. απέναντί μου, στο κομό, δίπλα στον μαύρο ελέφαντα, που πήρα απ’ το Μοναστηράκι, ένα ρολόι του μεσοπολέμου χωνεύει, ηχηρότατα, τα δευτερόλεπτα που ―με επιφωνήματα, μεταλλικά, μονότονα― πέφτουν νεκρά, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, μέσα εκεί, στη σιδερένια του κοιλιά, υπενθυμίζοντάς μου, με τον τρόπο τους, πως τίποτε δεν σταματά…

    Μου αρέσει!

  5. Έχω πάλι μια δυσκολία να απαντήσω στα σχόλια που προφανώς οφείλεται στην ίδια την δυσκολία που είχα όταν έγραψα το κείμενο. Να είστε καλά που περνάτε από εδώ πάντως και για όποιον δεν το έχει διαβάσει ήδη, η φίλη μου η Κροτ τα λέει καλύτερα από εμένα εδώ: http://krotkaya.wordpress.com/2012/04/01/xamep/

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε