(Κατάλληλο μόνο για παιδιά έως 12 ετών)
Ανοίγεις τα μάτια. Σηκώνεσαι. Είναι καλοκαίρι αλλά χρειάζεσαι μια ζακέτα. Βγαίνεις στη βεράντα. Βγάζεις μια κραυγή σαν να μην υπάρχει αύριο:
–Γιαγιααααααααα…
–Έλαααα……
Η φωνή της αντιλαλεί στα γύρω βουνά. Κατεβαίνεις κάτω. Όρθια μπροστά στο τραπέζι ανοίγει φύλλο για πίτα.
– Τι φτιάχνεις?
– Λίγη κολοκυθόπιτα παιδάκιμ’… Αρέσει στον μπαμπά σου, θα δώσουμε και λίγη στον θείο σου που έχει έρθει μόνος του και λίγη στη Μουστακομαρία που μας έφερε τα κολοκύθια και να τυλίξουμε και δύο κομμάτια για την…
– Γιαγιά για εμένα έχει τίποτα να φάω?
– (με βλέμμα συνωμοτικό) Πήγαινε άνοιξε τον φούρνο να δεις τι σου έχω κάνει…
Μπαίνεις με ορμή στην κουζίνα, ανοίγεις τον φούρνο και…μέσα σε αλουμινόχαρτο βρίσκεις το δώρο της, αποκλειστικά για εσένα κάθε φορά που φτιάχνει πίτα. Ζεστή κουλούρα από ζυμάρι και τυρί. Αποκλειστικά είπες?
– Είναι και για την αδερφή σου, να το κόψεις μισό μισό να το φάτε…η φωνή της δικαιοσύνης ακούγεται απέξω.
Όμως η αδερφή σου κοιμάται ακόμα, και να πάρεις λίγο παραπάνω δεν θα μάθει ποτέ πόσο ήταν το αρχικό, άλλωστε εσύ είσαι ο μικρότερος και πρέπει να μεγαλώσεις και δεν πειράζει να κάνεις κοιλιά, θα γίνει μπόι. Οπότε κλέβεις λίγο παραπάνω, ξανατυλίγεις το υπόλοιπο και βγαίνεις έξω να πειράξεις την γιαγιά.
– Γιαγιά πότε έχεις γενέθλια?
– Δε ξέρω παιδάκιμ’ δεν τα σημείωναν εκείνα τα χρόνια…
– Ναι αλλά πόσο χρονών είσαι?
– Ουουου, κοίταξε να δεις, εγώ είμαι του ’17 αλλά μετά τον πόλεμο που χάθηκαν τα αρχεία πήγαν και με δήλωσαν του ’13 για να πάρω πιο νωρίς την σύνταξη, όλες μας αυτό κάναμε αλλά…
– Γιαγιά μου εσύ..!
Σηκώνεσαι, την αγκαλιάζεις, την φιλάς και της τραβάς τα μάγουλα..
– Αϊ μωρέ να μη σε πω…
– Τι ώρα θα φάμε το μεσημέρι? (πάλι εκεί το μυαλό σου)
– Στη μιάμιση να είσαι εδώ, θα είναι και ο μπαμπάς σου, θα κάνω κοτόπουλο με μακαρόνια και σαλάτα και έχουμε και την πίτα και λίγη φασολάδα από χθες και θα τηγανίσω και δύο αβγουλάκια… (“ίσα που θα τσιμπήσουμε δηλαδή”, σκέφτεσαι…)
Την ξαναγκαλιάζεις, την ξαναφιλάς και φεύγεις. Καβαλάς το ΒΜΧ και πας να βρεις τους υπόλοιπους…
-/-
Το (πρώτο σου) ποδήλατο σε περιμένει κάτω από την βεράντα. Είναι ένα κλασικό ΒΜΧ σε μπλε-ελεκτρίκ χρώμα, με την κωδική ονομασία “RAMBO” (καμία σχέση με τον “φοβάμαι-και-την-σκιά-μου” ιδιοκτήτη του) που για να επιβεβαιώσει τον απόλυτα 80′s χαρακτήρα του η σέλα του απεικόνιζε το κεφάλι ενός αετού – προφανώς χωρίς φτερά αλλά ευτυχώς με αγάπη και χαρά. Στο αγόρασε ο πατέρας σου από το μαγαζί “του ξαδέρφου του φίλου του θείου” σου στη Ναύπακτο σε τιμή ευκαιρίας και το έστειλε στο χωριό με το λεωφορείο της γραμμής. Η αγωνία σου εκείνο το μεσημέρι περιμένοντας το λεωφορείο κάτω από την σκιά της ακακίας δικαιολογούσε απόλυτα την κατανάλωση 2 πακέτων μπισκότων και μιας πορτοκαλάδας χωρίς ανθρακικό, λίγο πριν πας σπίτι για το μεσημεριανό.(16 χρόνια μετά και πάλι ο πατέρας σου θα σου αγόραζε το πρώτο σου αυτοκίνητο με σήμα το λιοντάρι, στο -ανατριχιαστικά ίδιο- μπλε-ελεκτρικ χρώμα, και θα το έβαζε στο πλοίο της γραμμής Ηράκλειο – Αθήνα για να το παραλάβεις – ευτυχώς ήταν πολύ πρωί για να καταναλώσεις οτιδήποτε).
Ένας τελευταίος έλεγχος στα λάστιχα, ίσιωμα στα αυτοκόλλητα μαξιλαράκια και είσαι έτοιμος. Ανεβαίνεις στο ποδήλατο και ανταλλάσσεις τις γνωστές κραυγές του αποχαιρετισμού:
– Γιαγιααααααααααα…
– Έλαααααααααααα….
– Φεύγωωωωωωωω…
– Εντάξειιιιιι…..Μην αργήσειιιιις…..
– Όχιιιιιιιιιιιιιιι…..
Βγαίνεις από το σπίτι, κάνεις 2-3 πεταλιές και βρίσκεσαι ήδη στην στροφή της Μουστακομαρίας. Αρχίζει η ανηφόρα, σηκώνεσαι για ορθοπεταλιά αλλά ξέρεις ότι πρέπει να ξεκαβαλήσεις και να το ανεβάσεις μέχρι την Αγορά με τα χέρια. Κοιτάς ψηλά, το σπίτι της Βάσως και του Λάμπρου μοιάζει με φρούριο, συνεχίζεις και βρίσκεσαι έξω από τα “Κριτσάκια”. Τελευταίο κομμάτι ανηφόρας και βγήκες στον κεντρικό.
Έχεις ήδη αργήσει, οι άλλοι είναι εκεί και σε περιμένουν με τα δικά τους ποδήλατα.
– Άντε, που είσαι τόση ώρα, πρέπει να φύγουμε.
– Μισό λεπτό να πάρω κάτι και είμαι έτοιμος.
Μπαίνεις στο μπακάλικο. Μυρίζει παλιό ξύλο, μπαχαρικά και χλωρίνη. Αρχίζουν τα διλήμματα. Κρουασάν ή σοκολάτα? Μα πού πήγαν τα μπισκότα, πάλι τέλειωσαν? Παίρνεις στα γρήγορα 2 κρουασάν και βγαίνεις έξω. Οι υπόλοιποι έχουν ήδη καβαλήσει τα ποδήλατα και ξεκινάτε. Η μικρή σας ποδηλατο-αγέλη σαρώνει καθημερινά όλο το χωριό προκαλώντας τρόμο στις ανυποψίαστες γιαγιάδες που βρίσκονται στον δρόμο σας, εκνευρίζοντας τους οδηγούς αυτοκινήτων που σας βλέπουν να κατευθύνεστε αμέριμνοι καταπάνω τους και δημιουργώντας “σοκ και δέος” σε παρακείμενες κατσίκες, αγελάδες και λοιπούς εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου που τόλμησαν να μασουλήσουν τις πρασινάδες τους εντός της δικής σας επικράτειας.
Το αγαπημένο σου σημείο φυσικά δεν είναι άλλο από την κατηφόρα “του Σαλούστρου” που φροντίζεις να την κατεβαίνεις με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ταχύτητα, με τον αέρα να σου παίρνει το κεφάλι και τα γόνατα σου να χάνουν και από ένα στρώμα δέρματος κάθε φορά που “ξέχασα να πατήσω το πίσω φρένο” ή “πήγα να αποφύγω ένα φίδι” ή “πήγα να πιάσω το κρουασάν που παραλίγο να μου πέσει“.
Αν όμως όλα έχουν πάει καλά το τέλος της κατηφόρας θα σε φέρει όρθιο μέσα στην Αγορά.
-/-
Η αγορά. Ο κεντρικός δρόμος του χωριού που ξεκινάει από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και καταλήγει στα δύο γειτονικά μπακάλικα, τα “Καπορδελέικα” (αγαπημένη στάση ανεφοδιασμού και εύρεσης πάσας αναζήτησης – κάτι σαν το google των μπακάλικων). Αρχικά στρωμένος με χαλίκια και αργότερα πλακόστρωτος, ο δρόμος της αγοράς είναι το σκηνικό των καλοκαιριών σου, η πλατεία μπροστά στην εκκλησία το hot spot για τα ραντεβού (σε τέτοιο βαθμό που απλά όριζες την ώρα – το μέρος ήταν αυτονόητο) και τα καφενεία τα μέρη που αλλόφρονα γυναικόπαιδα προσπαθούσαν να ξεκολλήσουν τους άντρες από την πρέφα.
Η αγορά επίσης εκτός από τον κλασικό ρόλο της συγκέντρωσης ανθρώπων και αγαθών (ώρες ώρες δεν ξέρεις ποιο από τα δύο σε ενδιαφέρει περισσότερο – καταραμένα πεντανόστιμα κρουασάν) έχει και έναν βαθύτατα χωροταξικό ρόλο καθώς χωρίζει το χωριό σε πάνω και κάτω γειτονιά κάνοντας την ζωή σου πιο εύκολη. Ήξερες ας πούμε ότι τα παιδιά της πάνω γειτονιάς έρχονταν κυρίως τον Αύγουστο και στατιστικά κάθονταν λιγότερο από τα παιδιά της κάτω. Επίσης μπορούσες με το ποδήλατο να ξεκινήσεις για την πάνω γειτονιά και όταν θα κουραζόσουν να άρχιζες να κατηφορίζεις προς το σπίτι κάνοντας την απαραίτητη στάση στο μαγαζάκι του κυρίου Αριστείδη για την προμήθεια του μετα-μεσημεριανού σου σνακ. Αντίθετα θα πήγαινες προς την κάτω γειτονιά μόνο αν ήταν μεγάλη ανάγκη, αν έπρεπε να πας 2 μεγάλα κολοκύθια στην θεία Λαμπρινή, ή αν συμμετείχες αναγκαστικά στην “αλληλογραφία σπανακοτυρόπιτας” μεταξύ της γιαγιάς σου και των συνομήλικων φίλων της (όλες με ονόματα απόλυτης αφοσίωσης στο αρσενικό του σπιτιού, βλ. Γώγαινα, Κώσταινα και Μήτσαινα).
Φρόντιζες πάντα να κάνεις πρώτα τα διάφορα θελήματα της γιαγιάς σου για να έχεις μετά όλο τον χρόνο σου δικό σου μέχρι το μεσημεριανό. Με το ποδήλατο είχες γυρίσει όλο το χωριό, και αν δεν υπήρχαν οι αναγκαστικές στάσεις κάθε 50 μέτρα από τις διερχόμενες γιαγιάδες για εξακρίβωση στοιχείων – με τις απλές και διακριτικές ερωτήσεις τους τύπου “τίνος είσαι εσύ πουλάκι μ’? ” και “καλέ πως ψήλωσες (και πάχυνες) έτσι?” – μπορεί και να είχες προλάβει να πας και στα διπλανά χωριά. Σε κάθε περίπτωση όμως όλες οι πρωινές σου βόλτες κατέληγαν στην αυλή του “Σαφίλη” για Lady Bug, Tehkan World Cup (το pro evolution soccer των 80′s) και Arcanoid. Και κάθε μέρα προσπαθούσες να σπάσεις το ρεκόρ της Νόνικας στο Lady Bug, κάθε μέρα προσπαθούσες να κερδίσεις την Αργεντινή και να πάρεις το κύπελλο και κάθε μέρα έπαιζες “ένα τελευταίο” παιχνίδι στο Arcanoid- το προηγούμενο “τελευταίο” δε μετράει γιατί “έπεφτε ο ήλιος στην οθόνη και γυάλιζε” ή “έκαιγε πολύ το τοστ και δεν μπορούσα να πιάσω το στρογγυλό βζιν-βζιν” ή “έριξα κατά λάθος 100άρικο αντί για 20άρικο και έχω άλλα 4 παιχνίδια”.
Και κάποια μέρα, εκεί που ήσουν στην 15η πίστα προσπαθώντας να σπάσεις ένα ασημένιο τουβλάκι ρίχνοντάς του την 6η “μπαλιά”, θα ακούσεις τον γνωστό θόρυβο από το αυτοκίνητο του πατέρα σου, θα βγεις στον δρόμο και θα τους δεις, αυτόν και Εκείνη, κουρασμένους, μαυρισμένους και ήρεμους να μπαίνουν στην αγορά ερχόμενοι από τις διακοπές τους στην Κεφαλονιά. Θα τους σταματήσεις και θα πας από την μεριά της Μαμάς σου, εκείνη θα ανοίξει την πόρτα της, θα σε πάρει αγκαλιά και θα σου πει πόσο της έλειψες. Κι εσύ, για να μη σε δουν οι άλλοι και σε πουν “μαμάκια” θα της πεις με θυμωμένη φωνή “έλα, μη με κάνεις έτσι μπροστά στον κόσμο”, θα βγεις έξω, θα πάρεις το ποδήλατο και θα διατυμπανίσεις την ανεξαρτησία σου οδηγώντας μέχρι το σπίτι δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο της.
-/-
Το μεσημεριανό φαγητό είναι η ιερότερη στιγμή της ημέρας. Ακόμα κι αν βρίσκεσαι στην άλλη άκρη του χωριού ξέρεις ότι λίγο πριν το ρολόι της εκκλησίας χτυπήσει 1.30 εσύ πρέπει να τα παρατήσεις όλα και να αρχίσεις τις ορθοπεταλιές στην κατηφόρα.
Το τραπέζι είναι στρωμένο με τα γνωστά αγαπημένα πιάτα, μια μερίδα κρέας στον φούρνο, πατάτες τηγανητές ψημένες στο γκάζι, χωριάτικη πίτα (χορτόπιτα, κολοκυθόπιτα ή πατατόπιτα – ανάλογα με το τι έχει απομείνει μετά το τέλος της χθεσινής αλληλογραφίας ζαρζαβατικών μεταξύ των γιαγιάδων), σαλάτα με λαχανικά από τον κήπο και λίγες μικρές παρεξηγήσεις όπως “Κώστα φάε την μπριζόλα σου” – ‘”Γιώργο με λένε” – ‘Ωχ, κακουπόπαθα (μια λέξη), εεε όλα παιδιά μου σας έχω” ή “Τελείωσες? Να τα μαζέψω να τα δώσω στις κοτούλες?” – “Όχι ακόμα, θέλω να φάω λίγο κρέας που έχει μείνει εδώ στην άκρη” – “Μα αυτό το τρώνε οι κότες” – “Δηλαδή γιαγιά με λές κότα?” και άλλα τέτοια χαριτωμένα.
Μόλις τελειώσετε το φαγητό ο καθένας ακολουθεί την γνωστή του ρουτίνα: η γιαγιά πετάει όλα τα αποφάγια στις κότες (συν λίγο ειδικά μαγειρεμένο φαγητό – “πλάσματα του Θεού είναι κι αυτά, φέτος μου κάνουν και πολλά αυγά”) βγάζοντας τη γνωστή κραυγή-κάλεσμα “κοοοοτ κοτ κοτ κοτ κοτ κοτ” (η γιαγιά, όχι οι κότες), ο μπαμπάς πάει να ξαπλώσει, κουρασμένος προφανώς από την πρωινή πρέφα και εσύ τσακώνεσαι με την αδερφή σου για το ποιός θα ανέβει στην αγορά να πάρει την εφημερίδα που θα φτάσει με το λεωφορείο από την Ναύπακτο. Συνήθως κερδίζει όποιος κάνει την καλύτερη προσφορά:
– Αν πας εσύ σήμερα (που βαριέμαι) θα πάω εγώ αύριο (που δεν έχει λεωφορείο) και την Κυριακή (που δεν έχουμε παραγγείλει εφημερίδα)…
– Εγώ λέω να πας εσύ σήμερα (που έχουν μείνει 2 μπιφτεκάκια που δεν πρόλαβα να φάω) και θα πάω εγώ αύριο (που έχουμε φασόλια-μπλιαξ-άρα θα χρειαστώ ένα εξτραδάκι από το μπακάλικο) και αν θες την Κυριακή πάμε μαζί (για να μου αγοράσεις παγωτό γιατί τα δικά μου λεφτά τα χάλασα σε κρουασανμπισκοταπορτοκαλαδαχωρισανθρακικο)…
– Καλά θα πάω εγώ σήμερα (μόλις θυμήθηκα ότι θα μαζευτούν και οι υπόλοιποι το μεσημέρι στην Ακακία – μα τι όνομα δέντρου κι αυτό) και θα πάς εσύ όλη την υπόλοιπη εβδομάδα (είμαι μεγαλύτερη σου, δεν πιστεύω να θέλεις δίκαιη μοιρασιά?)
– Ε όχι και όλη την εβδομάδα (είμαι μικρός αλλά δεν θα με εκμεταλλευτείς εσύ), θα πάω αύριο (για να αγοράσω μια σοκολάτα γάλακτος, το αποφάσισα) και μεθαύριο (μέχρι τότε θα το έχεις ξεχάσει και θα το επαναδιαπραγματευθούμε)…
-/-
– Γεια σας! Τρία κιλά αλεύρι άσπρο και δύο πακέτα μακαρόνια μου δίνετε παρακαλώ? (λίγο γρήγορα αν μπορείτε γιατί πρέπει να προλάβω και το λεωφορείο)
– Βρεεεε τον Γιωργάκη, πότε ήρθες βρε? (δεν πιστεύω να έχεις καιρό εδώ και να μην έχεις περάσει…?)
– Την προηγούμενη Κυριακή…(ωχ, δε το βλέπω να το προλαβαίνω, πάλι θα τρέχω πανικόβλητος να ψάχνω ποιός μας πήρε την εφημερίδα)
– Ήρθατε όλοι? (θα γεμίσει φέτος το χωριό? θα γεμίσει?)
– Όχι, μόνο εγώ και η Γιώτα, ο μπαμπάς και η μαμά θα έρθουν τον Αύγουστο που θα πάρουν άδεια. (κάπου εκεί θα πάρω κι εγώ τα μακαρόνια, την κόβω την δουλειά)
– Και σε ποια τάξη πας τώρα Γιωργάκη? (έχεις και αυτό το σχήμα σαν μπάλα και δε μπορώ να καταλάβω πόσο χρονών είσαι)
– Δευτέρα Δημοτικού. (ούτε την Δευτέρα Παρουσία δεν θα τα πάρω, θα έρθει το τέλος του κόσμου κι εγώ θα κυνηγάω ένα πακέτο μακαρόνια)
– Είσαι καλός μαθητής? (ή μόνο τρως μέσα στην τάξη?)
– Ναι, πήρα σε όλα 10 φέτος! (άλλα τα μακαρονάκια μου δεν το βλέπω να τα παίρνω φέτος, θα ξαναπροσπαθήσω του χρόνου το καλοκαίρι)
-Δέκα κιλά αλεύρι μου είπες? (ποιος είσαι εσύ είπαμε? τι γυρεύεις μέσα στο μαγαζί μου?)
-Όχι, τρία κιλά…(άιντε, άιντε, ζάχαρη θα μου βάλει στο τέλος)
– Ωραία, κάτσε να το ζυγίσω μια στιγμή… (κάπου εδώ είχα και τα γυαλιά μου, μα που είναι? α! τα φοράω)
– Ναι, περιμένω..(αφού δεν έχω κι άλλη επιλογή)
– Έτοιμος Γιωργάκη, έλα πάρτα… (γιατί σε βλέπω λίγο να ζορίζεσαι…πολύ νευρικό έχει βγει τελικά αυτό το παιδί…)
– Πόσο κάνουν? (θα μου περισσέψουν χρήματα να πάρω και μια μπουγελόφατσα το απόγευμα?)
– 120 δραχμές. (επειδή είσαι εσύ-ποιος είσαι είπαμε?)
-Ορίστε, ευχαριστώ! (γιούπιιι, μου φτάνουν να πάρω ακόμα και αυτοκόλλητα panini!)
-/-
Κάτω από την ακακία ένα ετερόκλητο πλήθος έχει κάνει κατάληψη στα τραπεζάκια των καφενείων περιμένοντας το λεωφορείο. Εσύ κάθεσαι πάντα στο παγκάκι με το βλέμμα στραμμένο στο απέναντι βουνό και τις αισθήσεις σου να βρίσκονται σε εγρήγορση. Τα μάτια σου ορθάνοιχτα περιμένουν να δουν την αντανάκλαση του ήλιου πάνω στα τζάμια του λεωφορείου, τα αυτιά σου τεντωμένα ανυπομονούν να ακούσουν την κόρνα του, τα ρουθούνια σου αδημονούν να μυρίσουν λίγο καυσαέριο από την εξάτμισή του και τα χέρια σου χαράζουν στο παγκάκι άλλο ένα Γ+Κ=L.F.E (την επόμενη χρονιά έτρεχες να αντικαταστήσεις το Κ με το Δ, μετά με το Α, ύστερα με το Μ, μέχρι που κατάλαβες ότι το For Ever υπάρχει μόνο στα λεξικά – οπότε πρέπει να σταματήσεις να ταλαιπωρείς το παγκάκι).
Πιστός στις παραδόσεις ο “Καρνάβαλος” (η μόνη λέξη που θα μπορούσε να αποδώσει με ακρίβεια τον στολισμό των λεωφορείων που έκαναν το δρομολόγιο από Ναύπακτο) έφτανε πάντα σε μια εντελώς απροσδόκητη στιγμή προκαλώντας τον εκνευρισμό όσων τον περίμεναν είτε γιατί ήταν πολύ νωρίς και “ωχουου… μα πότε πρόλαβε και έφυγε? Τζάμπα έφτιαξα την βαλίτσα? Κυρ Ντινόοοοο, να πάρω τηλέφωνο τον Τράκα (όνομα και πράγμα) να έρθει να μας πάρει με το ταξί?” είτε γιατί ήταν πολύ αργά και “δεν θα το προλάβουμε το λεωφορείο των 5 για Αθήνα, να πούμε στον οδηγό να τρέξει λίγο παραπάνω, να ειδοποιήσουμε στα ΚΤΕΛ να μην φύγει αν δεν φτάσουμε εμείς, να το απαιτήσουμε, να γίνει κατάσχεση, δε με ενδιαφέρει, έλα Σούλα, φόρτωσε το μπαούλο να φεύγουμε”.
Σε κάθε περίπτωση, με το που φτάνει μπροστά σου και σταματάει το ένα μάτι σου ψάχνει να βρει από ποιά μεριά θα πετάξουν τις εφημερίδες και το άλλο ποιοι έφτασαν και σήμερα και ανεπηρέαστος από το βλέμμα “τι ήθελα και ήρθα με το λεωφορείο, την επόμενη φορά θα το κόψω με τα πόδια, λιγότερη θα είναι η ταλαιπωρία, κάντε λίγο πιο κει, θέλω να καταρρεύσω” τρέχεις να τους καλωσορίσεις και να τους δώσεις ραντεβού στις 5 “στο γήπεδο για διπλό μπασκετάκι”. Ύστερα μπαίνεις στο καφενείο του κυρ-Ντίνου και ψάχνεις να βρεις την εφημερίδα με το διακριτικό επτασύλλαβο επώνυμό σου – κάθε μέρα βρίσκεις γραμμένη πάνω της μια διαφορετική εκδοχή του πως θα μπορούσες να λέγεσαι – την αρπάζεις από τα χέρια του συνονόματου θείου και ξεκινάς για το σπίτι.
Εντωμεταξύ η σύνθεση των τραπεζιών κάτω από την ακακία αλλάζει, οι ταξιδιώτες φεύγουν και τους αντικαθιστούν τα παιδιά της “μεγάλης παρέας”, οι συνομήλικοι της αδερφής σου δηλαδή που ετοιμάζονται για άλλο ένα πολεμικό μεσημέρι. Τα τάβλια ανοίγουν, οι τράπουλες ανακατεύονται, τα κασετόφωνα δυναμώνουν και οι περίοικοι ετοιμάζουν τα πολεμοφόδια “της μεγάλης της Σταθούλας* σχολής”, ήτοι σάπια πορτοκάλια, πατάτες, νερό με τον κουβά ή το λάστιχο, οτιδήποτε τελοσπάντων θα μπορούσε να διώξει τους μικρούς ταραξίες της μεσημεριανής ραστώνης. Εσύ είσαι ακόμα μικρός για να σε αφήσουν να μείνεις, βλέπεις την αδερφή σου να έρχεται και καταλαβαίνεις ότι είναι η ώρα να φεύγεις και εύχεσαι να μεγαλώσεις λιγάκι μόνο και μόνο για να μπορείς να παίξεις κι εσύ “αγωνία” υπό τον φόβο των ιπτάμενων πορτοκαλιών.
-/-
Το μεσημέρι το χωριό κοιμάται. Ξαπλωμένος στην πίσω βεράντα στον καναπέ-κρεβάτι προσπαθείς να διαβάσεις για τρίτη φορά τις συλλογές με τα Μίκυ Μάους, τον Λοχαγό Μαρξ, τα Σαΐνια και τα Αλμανάκο, αντικρούοντας ταυτόχρονα τις επιδρομές από σφήκες, μπούμπουρες, κουνούπια-ελικόπτερα και λοιπά πετούμενα που και αυτό το καλοκαίρι θέλουν να σου πιουν το αίμα –ή τουλάχιστον έτσι νομίζεις. Αν είσαι τυχερός και λείπει η Γιώτα στην αγορά[1], θα έχεις δικό σου και το κασετόφωνο, θα το έχεις ακουμπήσει σε μια καρέκλα δίπλα σου και θα το έχεις αφήσει να παίζει μια από τις κασέτες που έγραψε τον χειμώνα, συνήθως με τίτλο “ΞΕΝΑ-BLUES” ή “ΞΕΝΑ-ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ”. Έτσι, ενώ ο θείος Σκρουτζ θα προσγειώνεται στην Τρα Λα Λα ή θα επιστρέφει στην Μονοτονία, εσύ θα σιγοτραγουδάς “And I sing hey-yeah-yea-eah, eah hey yea yea, I said hey! what’s goin’ on” (και αυτό θα είναι αρκετό για να σε θεωρήσουν παιδί – θαύμα, αφού ακόμα δεν ξέρεις αγγλικά).
Εντωμεταξύ τα σύννεφα αρχίζουν και μαζεύονται απειλητικά πάνω από τις σκεπές, ο ουρανός σκοτεινιάζει, το αεράκι σε αναγκάζει να σκεπαστείς με ένα σεντόνι, οι κότες κουρνιάζουν στο κοτέτσι, τα πουλιά πετούν νευρικά κάνοντας περίεργους σχηματισμούς και μια φωνή ακούγεται από το υπερπέραν: “Γιώργοοο, μπες μέσα πουλάκιμ’ ,το ετοιμάζει για βροχή”.
Σηκώνεσαι νωχελικά, βάζεις όπως όπως τα περιοδικά σου στις σακούλες τους και μπαίνεις μέσα, ενώ οι πρώτες ψιχάλες αρχίζουν να χτυπούν στα κεραμίδια. Ανάβεις το πορτατίφ δίπλα στο κρεβάτι και χώνεσαι κάτω από τις κουβέρτες. Από το ανοιχτό παράθυρο ακούς την βροχή που έχει πια δυναμώσει αλλά αυτό που απολαμβάνεις περισσότερο από όλα είναι η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος που διαχέεται στην ατμόσφαιρα – αυτή η ίδια μυρωδιά είναι που θα σε ακολουθεί και όλο τον χειμώνα στο τσιμεντένιο Ηράκλειο, με την μύτη σου να αρνείται πεισματικά να την αποχωριστεί. Όπως πάντα, την ώρα που ο Ντόναλντ θα χάνει ένα ακόμα βραβείο από τον Γκαστόνε εσύ θα κλείνεις τα μάτια σου και θα αρχίζεις να ονειρεύεσαι ότι είσαι ένας από τους ήρωες στις Παπιοπεριπέτειες, το τέταρτο ανιψάκι συνήθως, ο Βούι.
Όταν θα ξυπνήσεις η βροχή θα έχει σταματήσει, ο μπαμπάς θα έχει ήδη ανέβει στην αγορά και η γιαγιά σου θα πίνει καφέ στην αυλή. Θα σηκωθείς, θα βάλεις την φόρμα σου, θα κατέβεις κάτω, θα σφηνώσεις την μπάλα του μπάσκετ στο τιμόνι του ποδηλάτου και θα φύγεις για το γήπεδο.
[1] Αν όχι το παραπάνω ειδυλλιακό σκηνικό μετατρέπεται σε:
– Γιωργοοοο, που είναι το κασετόφωνο?
– Το έχω πάρει εδώ, έξω, για να ακούσω λίγη μουσική..(όχι ρε γαμώτι, με τσάκωσε..)
– Το θέλω όμως Γιωργάκη, πρέπει να ακούσω τι γίνεται στη Μπουρκίνα Φάσο, κάτι άκουσα για πραξικόπημα..
– Άσε μας ρε Γιώτα με τη Λουμπίνα Τάσο.. (αυτό το κορίτσι όλο με βλακείες ασχολείται, να δεις που μια μέρα θα γίνει δημοσιογράφος..)
– Δεν θα το πω δεύτερη φορά, φέρε μέσα το κασετόφωνο ΤΩΡΑ..!
– Μα το θέλω κι εγώωωωωω….. (που να σου πέσει η βόμβα από την Κουρκουμπίνα Λάσο στο κεφάλι σου να ησυχάσουμε..)
– Ναι αλλά είναι δικό μου, ΤΕΛΕΙΩΝΕ..!
– Καλά, μη φωνάζεις, σπαστικιά, στο φέρνω τώρα.. (που να σου κολλήσει το ράδιο και να ακούς όλη μέρα τον εξάψαλμο από τον Εκκλησία FM)
– Τι μουρμουράς? Άστο εδώ και φύγε..
– Ορίστε…Θα το βάλεις λίγο δυνατά τουλάχιστον να ακούω κι εγώ? (όλο και κάποιο τραγούδι θα βάζουν ανάμεσα στις ειδήσεις, δε μπορεί..)
– Θα το βάλω..
– 🙂
– 🙂
-/-
Στο δημοτικό ήσουν τρομερά αθλητικός τύπος, όταν σε έψαχναν 9 στις 10 φορές σε έβρισκαν ή πάνω στο ποδήλατό σου ή κάτω από μια μπασκέτα. Τον χειμώνα είχες γραφτεί και σε μια ομάδα μπάσκετ και είχες ξεχωρίσει ως κλασικό δυάρι, δηλαδή λίγο κατεβάζω την μπάλα, λίγο σουτάρω, λίγο σκουπίζω το παρκέ. Στο χωριό το όραμα των ντόπιων – κυρίως όσων είχαν μεταναστεύσει για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Αμερική – είχε συμβάλλει στο να δημιουργηθεί ένα γήπεδο ποδοσφαίρου με χλοοτάπητα τοπικών προδιαγραφών, δηλαδή πέτρες, αγκάθια, θάμνοι μισού μέτρου και περιτώματα αγελάδων αλλά και ένα γήπεδο μπάσκετ με πολύχρωμη διαγράμμιση στα πρότυπα του NBA – το μόνο που σε προσγείωνε ανώμαλα στην ελληνική πραγματικότητα ήταν όταν έψαχνες την μπάλα στον διπλανό γκρεμό ανάμεσα στις βατομουριές μετά από άλλο ένα άστοχο τρίποντο.
Όταν έφτανες εκεί τα απογεύματα οι άλλοι είχαν ήδη ξεκινήσει τα χαλαρά σουτάκια στο ποδόσφαιρο. Άφηνες το ποδήλατο σε ασφαλές σημείο – αν και όλο και κάποιος θα βρισκόταν να το πετύχει πάνω στην προσπάθεια του να “κρεμάσει τον τερματοφύλακα” ή “να το βάλει στο γάμμα” – και έμπαινες απευθείας στο γήπεδο από την τρύπα που είχατε φτιάξει στο συρματόπλεγμα ακριβώς στην πίσω μεριά του τέρματος (αν ήσουν τυχερός κανείς δεν θα επιχειρούσε σουτ εκείνη τη στιγμή). Εσύ με το ποδόσφαιρο δεν τα πήγαινες και πολύ καλά, προτιμούσες πάντα να γίνεις Γκάλης αντί Σαραβάκος, οπότε για το καλό όλων όταν ξεκινούσε το παιχνίδι καθόσουν στην άμυνα και απλά φώναζες στους επιθετικούς να γυρίσουν να μαρκάρουν ή ακόμα καλύτερα έμπαινες τερματοφύλακας και κάθε φορά που “έτρωγες” γκολ είχες την δικαιολογία έτοιμη αφού “μείνατε όλοι στην επίθεση και δεν υπήρχε κανείς στην άμυνα για να τον κόψει” ή “γυρίσατε όλοι στην άμυνα, μαζευτήκατε μπροστά μου και δεν έβλεπα από πού θα μου έρθει η μπάλα“.
Γενικά φροντίζατε να χωρίζετε τις ομάδες βάσει δυναμικής, ξεκινούσε ο ένας επίδοξος Ντέταρι από τη μια και ο άλλος wanna be Μπατίστα-Μπατίσταμετημπάλα από την άλλη και διάλεγαν διαδοχικά ποιους θέλουν στην ομάδα τους – η δική σου σειρά για έναν ανεξήγητο λόγο ερχόταν πάντα προτελευταία ή και τελευταία, πολλές φορές μάλιστα γινόσουν και αντικείμενο διαπραγμάτευσης του στυλ “αν θέλεις να πάρω τον χοντρό στην ομάδα θα πρέπει να μου δώσεις και άλλον έναν” ή “πάρε εσύ αυτόν κι ας μείνω εγώ με λιγότερους παίχτες”. Εσύ πολύ το διασκέδαζες όλο αυτό γιατί με το μυαλό που κουβαλούσες τότε νόμιζες ότι οι άλλοι σφάζονται για πάρτη σου και η μόνη σου αγωνία ήταν να μην πας με την ομάδα που έβγαζε τις μπλούζες – αν τύχαινε και ήσουνα με αυτήν έτρεχες να κατσικωθείς κάτω από το τέρμα, αφού ο τερματοφύλακας πρέπει πάντα να είναι ντυμένος.
Αν ήσουν τυχερός το πολύ μετά από μια ώρα θα βρισκόταν κάποιος άλλος να πάρει την θέση σου και εσύ θα έτρεχες γεμάτος χαρά προς το γήπεδο του μπάσκετ. Εκεί ένιωθες λίγο σαν βασιλιάς, η κορυφή της μπασκέτας ήταν ο θρόνος σου, η γραμμή του τρίποντου οριοθετούσε το βασίλειό σου και το ταμπλό ήταν ο καλύτερός σου σύμμαχος. Η Spalding έμοιαζε σαν φυσική προέκταση του χεριού σου, κάθε φορά που έκανες σουτ νόμιζες ότι το σώμα σου πετάει στην ίδια τροχιά με την μπάλα και όταν κατάφερνες να βάλεις τρίποντο το πανηγύριζες σαν να είχες κερδίσει το Διαπλανητικό Πρωτάθλημα. Με λίγα λόγια γύρω από την μπασκέτα μπορούσες να κάνεις το κομμάτι σου, έβαζες καλάθια στα τυφλά, κοκορευόσουν για την ευστοχία σου στις βολές, έκανες εντυπωσιακά μπασίματα και κατέληγες να τρως σαβούρες που απλά αναδείκνυαν το ταλέντο σου.
Το μόνο που σου χαλούσε την διάθεση ήταν η επιμονή του ήλιου να κρύβεται πίσω από τα βουνά πάνω που “είμαστε 156-150, να πάμε μέχρι τα διακόσια?” ή όταν “ε δεν έγινε και τίποτα που το έβαλες από την άλλη άκρη του γηπέδου, κάτσε εσύ εδώ και πάω εγώ στην πάνω γειτονιά και θα το βάλω από εκεί“. Έτσι, με το που έπεφτε το πρώτο σκοτάδι μαζεύατε τις μπάλες, παίρνατε την κατηφόρα για το χωριό και δίνατε ραντεβού ξανά στις εννιά “για αγαλματάκια ακούνητα”.
-/-
Χωρίς να το καταλάβεις η ώρα έχει πάει εννιά, τα φώτα στις κολώνες έχουν ανάψει και η γιαγιά, φορώντας την καλή της ζακέτα, σε παίρνει από το χέρι και ανεβαίνετε στην αγορά. Το ραντεβού είναι πάντα στο ίδιο σημείο και τα δύο παγκάκια μπροστά από τα Καπορδελέικα περιμένουν υπομονετικά άλλο ένα βράδυ για να φιλοξενήσουν τις γνωστές συζητήσεις για τις πατάτες που « -Εγώ τις έβαλα στις 25 του Απρίλη. – Αλήθεια λες Σοφούλαμ’? Κι εγώ που τις έβαλα στις 23 νόμιζα ότι άργησα (Χα! Σε νίκησα και φέτος! Πάλι πρώτη της έβαλα!)» ή για την άσπονδη φίλη τους που « -Την βλέπεις? Πάει και ποτίζει μες στο βράδυ για να μην δούμε ότι παίρνει το νερό. –Εμένα μου το λες? Δεν την είδα εγώ εψές και της είπα ότι θα το πω στην κοινότητα? (Ευτυχώς που υπάρχω κι εγώ τελοσπάντων και γίνεται και κάτι σωστό σε αυτό το χωριό)».
Με το που κάθεστε πρώτη βγαίνει από το μαγαζί η Μαρία (μάλλον η καλύτερη φίλη της γιαγιάς σου και ας μην το παραδέχεται – φαίνεται από τον τρόπο που κρατάει η μία το χέρι της άλλης όταν θυμούνται τα δύσκολα), πάντα με το πλατύ της χαμόγελο και πάντα βιαστική να προλάβει να ξαναμπεί μέσα για να (ξανά)βάλει λίγο τσίπουρο στους θαμώνες. Μόλις κοιτάξεις επάνω ένα γνώριμο κεφάλι ξεπροβάλει από το διπλανό μπαλκόνι. Η άλλη φίλη της γιαγιάς σου, η Αντριάννα, περιμένει πως και πως να αρχίσει η μάζωξη, με το που σας βλέπει ακούς το γνωστό ποδοβολητό από την ξύλινη σκάλα και σε κάτι λιγότερο από 30 δευτερόλεπτα ξεπροβάλλει μπροστά σας με τις δύο εγγονές της. Μέσα σε 10 λεπτά το παγκάκι αρχίζει να ασφυκτιά, η Μουστακομαρία έχει έρθει σχεδόν τρέχοντας για να πιάσει καλή θέση, η Κρίτσαινα ψάχνει να δει που έχουν κρυφτεί τα 2 από τα 8 εγγόνια της, η Καραγιώργαινα προσπαθεί να κάτσει στην ακρούλα, η Σουλτάνα ξεπροβάλει από την κορυφή του δρόμου, η Καπορδελοπαρασκευή μπαινοβγαίνει κι εκείνη για να τα προλάβει όλα και όλες μαζί συζητούν, γελούν, αγκαλιάζονται, μοιράζονται μυστικά και κάνουν σχέδια για την αυριανή μέρα – ναι, μόνο για την αυριανή.
Εντωμεταξύ στο διπλανό παγκάκι, η εφηβεία δίνει την δική της παράσταση. Η Γιώτα και οι φίλες της προσπαθούν να φτιάξουν το προσωπικό τους Top 10 από υπαρκτούς και φανταστικούς έρωτες, ανακατεύοντας στο μπλέντερ τα παιδιά από το χωριό, τους πρωταγωνιστές του Beverly Hills και τους τραγουδιστές(?) των New Kids on the Block. Εσένα βέβαια όλα αυτά σου φαίνονται εντελώς ανούσια, δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί κάποιος θα σταμάταγε το μπαμ-ξεμπαμ για να κάτσει σε ένα παγκάκι και να αρχίσει να μιλάει με τις ώρες για τα άλλα παιδιά που παίζετε μαζί κρυφτό ή για ανθρώπους που δεν έχει γνωρίσει ποτέ από κοντά. Αφήνεις λοιπόν την αδερφή σου και τις φίλες της να λύσουν τον γρίφο του “ποιος είναι ο πιο ωραίος από τους Take That“, κλείνεις τα μάτια σου ακουμπώντας στην απέναντι μάντρα και αρχίζεις να μετράς 5-10-15 μέχρι το 100, σίγουρος ότι όταν “τα βγάλατε” με το “ακατα ματακα σουκουτου μπε” κάποιος σε κορόιδεψε τρώγοντας μια συλλαβή μετά το “άμπε φάμπε“. Με το που φτάνεις στα 100 κάνεις μια γρήγορη περιστροφή μήπως και δεις κάποιον πριν προλάβει να κρυφτεί και αφού ποτέ δεν πετυχαίνει αυτό το μεγαλειώδες σου σχέδιο περνάς στο εναλλακτικό του να ψάξεις να τους βρεις. Αν όλα πάνε καλά τους ξετρυπώνεις από τις γνωστές τους κρυψώνες, τον Φώτη μέσα στο μαγαζί του παππού του, τη Μαρία και τη Λίτσα πίσω από τις γαρδένιες, το Γιαννάκη και τον Θωμά πίσω από το αυτοκίνητο, την Αντριάννα και την Αλέκα στις σκάλες προς το Καναβέικο – το μόνο καλό ήταν ότι όλοι πηγαίνουν δυο-δυο γιατί φοβούνται το σκοτάδι. Μόλις τους βρεις όλους ξεκινάτε το μπαμ-ξεμπαμ, μετά περνάτε στα «αγαλματάκια ακούνητα» και τελειώνετε με το «ένα-δύο-τρία-στοπ!» – με την κοριτσοπαρέα της αδερφής σου να τραγουδάει «κι εγώ σου λέω στοπ! μη!» και εσένα να αποσυντονίζεσαι μονίμως.
Και πάντα πάνω στο καλύτερο, λίγο πριν ακουμπήσεις πρώτος τον απέναντι τοίχο και βγεις ο νικητής της βραδιάς, ακούς τη γιαγιά σου να φωνάζει το σύνθημα της οπισθοχώρησης: “Γιωργάαακηηη, πήγε έντεκα η ώρα, έλα να βάλεις το μπουφάν σου, αύριο πάλι συνεχίζετε!”. Κι εσύ, που δεν θες ποτέ να της χαλάς χατίρι, αποχαιρετάς τους υπόλοιπους, την πλησιάζεις, αρπάζεις τον φακό από τα χέρια της και τρέχεις προς το σπίτι. Μόλις μπεις μέσα βγάζεις βιαστικά τα ρούχα σου, ξαπλώνεις κάτω από την μάλλινη κουβέρτα (ναι, είναι Αύγουστος), κλείνεις τα μάτια, ανεβαίνεις στην φανταστική σου κούνια και την τρίτη φορά που φτάνεις ψηλά κοιμάσαι χαμογελαστός – γιατί ξέρεις ότι όσο είσαι εκεί τίποτα κακό δε μπορεί να σου συμβεί.
-/-
Στην έκτη δημοτικού η εμμονή σου με το χωριό είχε γίνει πια ξεκάθαρη σε όλους. Σε κάθε ευκαιρία φρόντιζες να διευκρινίσεις ότι «Εγώ δεν είμαι από την Κρήτη, είμαι από την Άνω Χώρα», προκαλώντας λιποθυμικά επεισόδια στον παππού σου (ανάλογα με αυτά που πάθαινε όταν του έλεγες ότι προτιμάς σαν πόλη τα Χανιά από το Ηράκλειο – για να πάρεις την πληρωμένη απάντηση «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς… τα Χανιά δεν είναι πόλη. Το Ηράκλειο είναι Η Πόλις!«) και πικρά χαμόγελα στη μητέρα σου που προσπαθούσε – μάταια – να σε συνεφέρει επιστρατεύοντας στην αρχή λογικά επιχειρήματα του στυλ «Βρε αντράκι μου, εδώ δεν γεννήθηκες? Πως γίνεται να λες ότι είσαι από αλλού?» , αναζητώντας στη συνέχεια λίγο πιο συμβιβαστικές λύσεις τύπου «Όταν είμαστε εδώ να λες ότι είσαι από την Κρήτη, προχθές χρειάστηκε δύο Lexotanil η γιαγιά σου για να συνέλθει» και καταλήγοντας στους κλασικούς συναισθηματικούς εκβιασμούς της μορφής «Δηλαδή εμένα δε με αγαπάς που είμαι από εδώ?» (Σε αγαπάω αλλά πού είσαι τώρα για να στο πω).
Όλα αυτά τα μικροεπεισόδια φυσικά δεν στάθηκαν ικανά για να σε εμποδίσουν από το να ψάχνεις συνέχεια αφορμές να πηγαίνεις στο χωριό. Έτσι, τον Ιούνιο του 1994, με τις Ευρωεκλογές να στέλνουν τον πατέρα σου στην Άνω Χώρα για να ψηφίσει στις 12 του μήνα και τη σχολική χρονιά να τελειώνει λίγες μέρες μετά, οι γονείς σου ανακοίνωσαν στον δάσκαλό σου την πιο λογική απόφαση που είχαν πάρει: «Αχ, κύριε Βασίλη μου, ξέρετε, ο Γιώργος δεν θα είναι εδώ για να τελειώσει το δημοτικό (λεπτομέρειες, μη δίνετε σημασία), είναι ευκαιρία να τον πάμε τώρα στο χωριό να πάρει τον αέρα του το παιδί (να ησυχάσουμε κι εμείς)». Έτσι η 11η Ιουνίου σε βρίσκει να τριγυρνάς με το ποδήλατο στα στενά της πάνω γειτονιάς με τη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό σου αλλά και με μια μικρή ανησυχία: Μα που πήγαν όλοι?
Η αλήθεια είναι ότι το μόνο που δεν είχες προβλέψει στο – τέλειο κατά τα λοιπά – σχέδιό σου ήταν η απουσία των υπόλοιπων παιδιών, τα οποία είχαν το θράσος να θέλουν να πάνε σχολείο μέχρι και την τελευταία μέρα. Αφού λοιπόν έκανες ένα μικρό γκάλοπ ρωτώντας (επανειλημμένα) μία-μία τις γιαγιάδες του χωριού για τις επικείμενες αφίξεις και κατάλαβες ότι καμιά δεν προβλεπόταν πριν τις αρχές Ιουλίου, αποφάσισες να περάσεις τις μέρες σου ήσυχα και νωχελικά – το πρωί σύντομες βόλτες (μέχρι το διπλανό χωριό), το απόγευμα χαλαρά σουτάκια στο γήπεδο (ως τα πρόθυρα της υπερκόπωσης), το βράδυ πάντα μαζί με την γιαγιά (ως τα όρια της υπνηλίας). Τα μεσημέρια ήταν όντως νωχελικά, συνήθως από τα νεύρα σου καθόσουν με τις ώρες και πετούσες ένα λαστιχένιο μπαλάκι στον τοίχο πάνω από την πόρτα της τραπεζαρίας, μιλώντας ταυτόχρονα στη γιαγιά – που έκανε ματαιόπονες προσπάθειες να κοιμηθεί – για ένα σωρό σημαντικά και διαφορετικά θέματα που σε απασχολούσαν, όπως το πότε θα έρθουν τα άλλα παιδιά, αν άκουσε καμιά φίλη της να αναφέρει πότε περιμένει τα εγγόνια της και κυρίως αν ήξερε πότε θα φτάσουν οι υπόλοιποι της παρέας.
Και ένα μεσημέρι, εκεί που κάθεσαι αμέριμνος στην πολυθρόνα και συζητάς με την γιαγιά (που κοιμάται) για το πόσο πολύ σου αρέσει εδώ και πως θα γίνει να μην ξαναπατήσεις το πόδι σου στο Ηράκλειο, ακούς ξαφνικά ένα «Γιώργο!?», βγαίνεις έξω και τι να δεις? Τέσσερις φιγούρες από την Κρήτη (λογικά μία από κάθε νομό) ήρθαν να σε εκδικηθούν για όλα όσα έχεις πει για το ηρωικό νησί. Συγκεκριμένα έχουν πάρει τις μορφές της θείας, του θείου και των αγαπημένων σου ξαδελφών και ετοιμάζονται να σε λιώσουν παίρνοντάς σε αγκαλιά. Εσύ, ανήμπορος να συνδυάσεις τους κρητικούς συγγενείς με το κραβαρίτικο τοπίο και παρασυρμένος από τη ξακουστή γενναιότητα που σε διακρίνει από τότε, κάνεις αυτό που πρέπει για να τιμήσεις την καταγωγή σου, φωνάζεις «Βοήθεια! Φαντάσματα!» και τρέχεις να κρυφτείς μέσα στην αποθήκη. Αφού περάσει κανένα τέταρτο, βγαίνεις έξω, πλησιάζεις προσεκτικά το σαλόνι, τους ξαναβλέπεις και αρχίζεις να αναρωτιέσαι τι κάνει η γιαγιά μαζί τους και τι είδους συνομιλία είναι αυτή που μπορεί να έχουνε. Τότε η θεία σου σε πλησιάζει, σου λέει «Γιωργάκη, δεν είμαστε φαντάσματα, απλά κάναμε διακοπές εδώ κοντά και περάσαμε να σας δούμε» και εσύ πείθεσαι να τους δώσεις μια δεύτερη ευκαιρία.
Σε πέντε λεπτά φυσικά τα έχεις ξεχάσει όλα, οι ξαδέρφες σου είναι εκεί, μπροστά σου, και αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία, συνεχίζετε το «γιάντες» που είχατε σταματήσει δύο εβδομάδες πριν στο Ηράκλειο, κανονίζετε πως θα χωρίσετε τα καινούρια Playmobil για να ξέρετε τι προίκα θα έχετε από Σεπτέμβρη, βγάζετε τα καινούρια σας παρατσούκλια και αφού περάσεις μια μέρα στο χωριό σαν να ήσουν στην Κρήτη, καταλήγεις να κάνεις την πρώτη σου ανακωχή με το νησί, γιατί καταλαβαίνεις ότι τελικά σημασία δεν έχει το «που» αλλά το «με ποιον».
-/-
Ξυπνάς και έχεις μεγαλώσει λίγο. Στο σχολείο δεν έχεις πια έναν δάσκαλο αλλά πολλούς καθηγητές και αυτό σε μπερδεύει λίγο, δυσκολεύεσαι να συνδυάσεις το όνομα του καθηγητή με το μάθημα που κάνει και έτσι ενώ ετοιμάζεσαι πανευτυχής να σηκωθείς να λύσεις μια άσκηση στα μαθηματικά, καταλήγεις να ρεζιλεύεσαι προσπαθώντας να θυμηθείς τι συμφώνησαν στην συνθήκη των Σέρβων – πάλι λάθος, των Σεβρών είπαμε, κάθισε κάτω επιτέλους! Στο χωριό όλα αυτά ευτυχώς αποτελούν μια μακρινή ανάμνηση, τα μοναδικά βιβλία που κουβαλάς είναι οι «Χαμηλές Πτήσεις» του Αρκά και ο «Ζορμπάς’ του Καζαντζάκη και το μόνο που δυσκολεύεσαι να συνδυάσεις είναι η μπλε Fruit of the Loom με την μπλε abibas βερμούδα. Σηκώνεσαι από το κρεβάτι φουριόζος, φοράς ό,τι βρεις μπροστά σου και βγαίνεις στην βεράντα. Στην απέναντι πλαγιά το σπίτι της Λ. και της Δ. μόλις που ξεχωρίζει ανάμεσα στα δέντρα και εσύ προσπαθείς να καταλάβεις αν επιτέλους έχει ανοιχτά παραθυρόφυλλα ή θα περάσεις άλλη μια μέρα του Ιουλίου περιμένοντας να ξεκινήσει το καλοκαίρι. Η λύτρωση έρχεται όπως πάντα από τα χείλη της γιαγιάς σου:
– Γιώργο, ξύπνησεεες? Πρέπει να ήρθαν οι κοπελούδες πέρα στου Κουρ’μπέελ’, είδα το αυτοκίνητο να περνά την στροφή πριν από μισή ώρα.
(Ήρθαν! Επιτέλους! Πριν από μισή ώρα, αρά λογικά θα έχουν προλάβει να ξεφορτώσουν, να ξεπακετάρουν, να αδειάσουν τις βαλίτσες, να γεμίσουν τις ντουλάπες, να ανοίξουν το σπίτι για να αεριστεί, να το κλείσουν για να ζεσταθεί και τώρα σίγουρα με περιμένουν στην κάτω αυλή μπροστά από το τραπέζι του ping pong για την πρώτη μας παρτίδα!)
– Εντάξει γιαγιά, φεύγω!
Μπαίνεις μέσα και αλλάζεις ρούχα, φοράς την μπλούζα που σε αδυνατίζει λίγο και την καλή βερμούδα που αγόρασες από το Ηράκλειο για να πηγαίνεις τις Κυριακές στην εκκλησία και σε πέντε λεπτά έχεις φτάσει στην άλλη άκρη του χωριού. Στέκεσαι έξω από το σπίτι με την κίτρινη πόρτα προσπαθώντας να δεις που βρίσκονται, από το παράθυρο της κουζίνας διακρίνεις δυο γνώριμα κεφάλια, η μαμά και η γιαγιά των κοριτσιών έχουν ήδη ξεκινήσει την προετοιμασία του μεσημεριανού, οπότε τρυπώνεις το χέρι σου στην πίσω μεριά της κλειδαριάς, μπουκάρεις στην αυλή σαν να είναι δική σου και χτυπάς το κουδούνι – πρέπει να είναι από τα ελάχιστα σπίτια στο χωριό που έχουν κουδούνι και αυτό σου φαίνεται πολύ πρωτοποριακό.
Η Δ. ανοίγει την πόρτα και με το που σε βλέπει το βλέμμα της αστράφτει από χαρά, πέφτετε με ορμή ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και νιώθεις να σε πλημμυρίζει αυτό το γνώριμο συναίσθημα που έχεις με όλα τα παιδιά του χωριού, αυτό που αγαπάς ανθρώπους που τους βλέπεις λίγο αλλά τους σκέφτεσαι πολύ, σαν να τους κουβαλάς μαζί σου όπου κι αν είσαι, οπότε ναι μεν θέλεις να τους πεις πολλά για τον χειμώνα που πέρασε αλλά από την άλλη νιώθεις ότι δεν χρειάζεται κιόλας γιατί με κάποιον τρόπο ήταν εκεί, δίπλα σου. Μέσα σου.
– Η Λ. που είναι?
– Στο μπάνιο, (επιμένει να θέλει να) ισιώνει τα μαλλιά της. Πάμε κάτω εμείς και θα έρθει (σε καμιά ώρα) και αυτή.
Κατεβαίνετε στην πίσω αυλή και όλα είναι όπως τα φανταζόσουν, το τραπέζι του Ping Pong έχει πάρει την θέση του στο κέντρο, τα μπαλάκια είναι στην γνωστή κούτα τους και οι ρακέτες σας περιμένουν για το πρώτο παιχνίδι του καλοκαιριού. Ανάμεσά τους φυσικά είναι και η δική σου, την έχεις αφήσει εκεί να στην φυλάνε όλο τον χειμώνα ως μέγιστη ένδειξη της φιλίας σου απέναντί τους. Το παιχνίδι ξεκινάει και η αλήθεια είναι ότι η Δ. δεν «το έχει» το άθλημα, δεν της το λες όμως αφενός γιατί την αγαπάς και αφετέρου γιατί είναι μια πρώτης τάξεως προθέρμανση για το πραγματικό παιχνίδι με την Λ. Και πάνω που η Δ. με το απαράμιλλο στυλ παιχνιδιού της στέλνει για άλλη μια φορά το μπαλάκι προς τον ουρανό ο Θεός προφανώς νευριασμένος το αρπάζει και δεν το αφήνει να επιστρέψει προς τα κάτω. Εσείς, σίγουροι ότι αυτό που ζείτε είναι σημαδιακό, κοιτάτε πάνω έντρομοι περιμένοντας την θεία τιμωρία που καταστρέφετε το άθλημα , αλλά ευτυχώς το μόνο που βλέπετε είναι τα ξανθά μπουκλάκια της Λ. να ξεπροβάλουν στο μπαλκόνι – και το μπαλάκι στα χέρια της.
– Επιτέλους! Άντε κατέβα ρε παιδάκι μου! Πρέπει να συνεχίσουμε το περσινό πρωτάθλημα, είμαστε 1054-1049!
Τα παιχνίδια με την Λ. είναι πάντα ντέρμπυ, εκείνη έχει την τεχνική και εσύ – παραδόξως – την ταχύτητα. Έτσι ενώ αυτή κάθεται στη μέση και μια πλασάρει, μια φαλτσάρει, μια καρφώνει εσύ τρέχεις μια αριστερά και μια δεξιά προσπαθώντας να αποκρούσεις τα χτυπήματα ακριβείας της – και τα καταφέρνεις. Τα μεταξύ σας παιχνίδια μοιάζουν να μην τελειώνουν ποτέ, σπάνια κάποιος θα κερδίσει με μόνο 21 πόντους, το πιο συνηθισμένο αποτέλεσμα είναι το 26-24 και μια νευριασμένη Δ. που περιμένει να έρθει η σειρά της. Επειδή η ρακέτα της Λ. από την μια μεριά δείχνει το κεφάλι ενός Ινδιάνου – από αυτούς που φωτογραφίζονταν αγέρωχοι να κοιτούν το χτίσιμο του επόμενου mall στον μικρό τους καταυλισμό – εσύ όποτε χάνεις πιστεύεις ότι σε αδίκησε ο Μεγάλος Μανιτού, είναι σαν να παίζεις ένας εναντίον δύο. Για να μπορέσεις να την αντιμετωπίσεις καλύτερα τον χειμώνα γράφτηκες σε μαθήματα ping pong και η αλήθεια είναι ότι επιτέλους έχεις αρχίσει να αποκτάς και λίγη τεχνική. Έτσι, το μεταξύ σας πρωτάθλημα είναι ένα από τα αθλητικά γεγονότα του καλοκαιριού, κάποιες φορές μαζεύει περισσότερο κόσμο και από τον ποδοσφαιρικό αγώνα Άνω Χώρα – Τερψιθέα. Εσύ και η Λ. το απολαμβάνετε φυσικά αυτό, αν και την ώρα που παίζετε οι γύρω σας δεν έχουν και πολλή σημασία.
Το μόνο που έχει σημασία είναι η Λ., η Δ. και εσύ. Τα παιχνίδια μεταξύ σας δεν είναι το πέταγμα της μπάλας από την μια άκρη του τραπεζιού στην άλλη αλλά το χτίσιμο της σχέσης σας. Τα γέλια και οι κόντρες σας είναι τα υλικά της φιλίας σας, η ανάλυση του πώς κερδήθηκε και αυτός ο πόντος είναι ο τρόπος επικοινωνίας σας, το «συγγνώμη» όταν κερδίζετε πόντο από τύχη είναι η εξομολόγηση σας, τα «καρφώματα» με δύναμη ο αδέξιος τρόπος σας να φανερώσετε την σημαντικότητα του άλλου στη ζωή σας – όσο πιο πολύ δύναμη βάζεις για να αντιμετωπίσεις τον άλλο, τόσο πιο πολύ του δείχνεις πόσο τον υπολογίζεις. Και τα επόμενα χρόνια θα ακολουθούσαν άπειρες δηλώσεις αγάπης και απόλυτης αφοσίωσης στην φιλία σας, καμία όμως ποτέ δεν θα είναι τόσο δυνατή όσο το πιο απλό παιχνίδι ping pong που παίζατε τότε.
-/-
Το καλοκαίρι επιτέλους έφτασε, είσαι ήδη στο χωριό και όλοι έχουν μαζευτεί στη μικρή πλατεία για να αναλύσουν το καυτό θέμα «Ο Ολυμπιακός έχει τα περισσότερα πρωταθλήματα γενικώς άλλα ο Παναθηναϊκός τα περισσότερα επαγγελματικά» – ναι την δεκαετία του ’90 αυτός ο συσχετισμός ίσχυε. Τους πλησιάζεις γεμάτος χαρά και πάνω που πας να αρχίσεις να τους χαιρετάς έναν έναν ακούς «Α παιδιά ήρθε ο Φαρίνας! Γεια σου Φαρίνα!». Κοντοστέκεσαι και κοιτάς πίσω σου, ψάχνεις να δεις πότε ήρθε η Μαρίνα και αν έχουν έρθει και τα ξαδέρφια της από την Κόρινθο, δεν βλέπεις κανέναν και ξανακοιτάς αυτόν που το είπε. «Τι κάνεις Φαρίνα? Πότε ήρθες?» επιμένει εκείνος. Σκέφτεσαι ότι αποκλείεται να μιλάει σε εσένα, «α τον καημένο, τον χειμώνα που μας πέρασε πρέπει να αλληθώρισε, πιθανώς του έδωσε η δασκάλα ένα δυνατό χαστούκι την ώρα που γούρλωνε τα μάτια του και απόμεινε με το βλέμμα της μπαγιάτικης τσιπούρας, τι κρίμα, ας είμαι ευγενικός μαζί του» και προχωράς χαμογελαστός προς το μέρος του.
– Μα τι λες? Ποιος είναι ο Φαρίνας?
– Εσύ βέβαια!
– Εγώ? Γιατί?
– Γιατί είσαι σαν την Φαρινάπ, φουσκώνεις συνέχεια!
Για τα επόμενα τρία δευτερόλεπτα θα έπαιρνες όρκο ότι η πλατεία δεν ήταν στρωμένη με τσιμεντένιες πλάκες αλλά με στρώματα νερού, τα οποία μάλιστα είχαν σκάσει και εσύ έπρεπε τώρα να επιπλεύσεις σε μια θάλασσα που φυσούσαν άνεμοι 10 μποφώρ και σου δημιουργούσε ναυτία. Για λίγο το βλέμμα σου σκοτεινιάζει και η καρδιά σου αρχίζει να χτυπά με τρελό ρυθμό. Προσπαθείς να καταλάβεις γιατί έχεις μπει στο στόχαστρο των άλλων, γιατί διάλεξαν εσένα για να κοροϊδέψουν. Γρήγορα ξαναποκτάς τις δυνάμεις σου και αρχίζεις τις διευκρινιστικές ερωτήσεις τύπου «έλα, πες μου ότι δεν υπάρχει πραγματικός λόγος που κάνουμε αυτή την συζήτηση» – είσαι πεπεισμένος ότι όλο αυτό είναι μια χαζομάρα της στιγμής που σκέφτηκε ο συγκεκριμένος.
– Ποιος το λέει αυτό?
– Όλοι! Να, ρώτα όποιον θέλεις! Παιδιά ο Γιώργος δεν είναι ο Φαρίνας?
– Ναι, φυσικά!
Δεύτερη τρικυμία. Κανείς, ούτε ένας, δεν βρίσκεται να σε υπερασπιστεί. Όλοι έχουν ήδη αφομοιώσει το νέο σου όνομα και φαίνονται διατεθειμένοι να σε φωνάζουν με αυτό και μόνο με αυτό. Τα πόδια σου είναι πολύ βαριά για να αρχίσεις να τρέχεις, οπότε χαμηλώνεις τα μάτια, κάνεις μεταβολή και κατευθύνεσαι με αργά βήματα προς το ποδήλατό σου. Δεν το καβαλάς καν – τι δουλειά έχει μια Φαρινάπ πάνω σε ένα ποδήλατο? Η θέση σου είναι στο φούρνο, μέσα στην εμαγιέ φόρμα για κέικ. Και όταν βγεις θα είσαι και πάλι τόσο χοντρός που την επόμενη φορά που θα σε δει κάποιος θα σε φωνάξει «Φαρίνα έξτρα», ίσως και «Φαρίνα Plus». Ο «Rambo» – το ωραιότερο BMX του κόσμου – μοιάζει πλέον ο μόνος σου φίλος – αλλά τώρα που το σκέφτεσαι και αυτό απλά σε έχει ανάγκη για να το κουβαλήσεις μέχρι το σπίτι. Όταν φτάνεις κλείνεσαι για δυο ολόκληρες μέρες στο δωμάτιό σου και κλαις συνεχόμενα, σκέφτεσαι πόσο άδικο είναι να σε φωνάζουν με αυτό το απαίσιο παρατσούκλι και είναι η πρώτη φορά που θες να φύγεις από το χωριό πριν την προγραμματισμένη ημερομηνία.
Και μετά κάποιοι έρχονται κάτω στην αυλή και αρχίζουν να σου φωνάζουν να βγεις έξω.
– Φαρινάααα! Που είσαι? Θα έρθεις για μπάσκετ?
(Αλήθεια με θέλουν για μπάσκετ? Αφού με μισούν και θέλουν μόνο να με κοροϊδεύουν.)
– Έλα ρε Φαρίνα, βγες έξω, τι κάνεις δυο μέρες τώρα και δεν έρχεσαι στο γήπεδο?
(Μα αυτοί δε με έδιωξαν? Αυτοί δεν είναι που ήθελαν να με κάνουν να κλάψω? Τι θέλουν τώρα?)
– Τι θα γίνει, θα έρθεις? Άντε και έχουμε και καινούρια μπάλα!
(Καινούρια μπάλα?? Και ήρθαν σε εμένα για να την εγκαινιάσουμε μαζί? Λες τελικά να με θέλουν στην παρέα τους? Κάτσε να αρχίσω να ντύνομαι για καλό και για κακό..)
– Ρε Φαρινααααααα! Κοιμάσαι ρε? Δε μπορούμε να παίξουμε μπάσκετ χωρίς εσένα! Τελείωνε!
(Αμάν, αυτοί βιάζονται και από ό,τι φαίνεται τους είμαι και απαραίτητος. Μάλλον πρέπει να κάνουμε ανακωχή. Οπότε… Εμπρός λοιπόν καλά μου παπουτσάκια!)
– Όχι, όχι! Εδώ είμαι! Κατεβαίνω τώρα!
Κατεβαίνεις, τους βλέπεις και αμέσως ηρεμείς. Είναι οι ίδιοι φίλοι που είχες και πέρυσι, δεν άλλαξε κάτι και εσύ είσαι ο ίδιος Γιώργος που έκανες παρέα μαζί τους – με λίγο καλύτερο ποσοστό ευστοχίας στα τρίποντα βέβαια, πως και πως περίμενες να έρθει το καλοκαίρι για να τους δείξεις πόσο βελτιώθηκες. Και μετά, όσο περπατάτε μαζί, σκέφτεσαι έναν έναν όλους αυτούς που θα μπορούσαν να σε κοροϊδέψουν και αρχίζεις να αισθάνεσαι καλύτερα. Όχι γιατί ξαφνικά σταμάτησες να είσαι το χοντρό παιδί που όλοι έβλεπαν. Αλλά γιατί καταλαβαίνεις την ανάγκη όλων να βρουν ένα γνώρισμα του άλλου για να τον διαχωρίσουν από το πλήθος. Την επιθυμία τους να κολλήσουν μια ταμπέλα σε ότι δε μπορούσαν να ταξινομήσουν αλλιώς. Και αυτό που για εσένα ήταν το πάχος για άλλον ήταν το ύψος (ή η έλλειψή του), το πρόβλημα έκφρασης, ένα σημάδι και ένα σωρό άλλες «ιδιαιτερότητες». Και από την άλλη, τώρα που το ξανασκέφτεσαι, μόνο οι πραγματικά χαρισματικοί είχαν την τιμή να έχουν παρατσούκλι, οι υπόλοιποι έμειναν στην αφάνεια του κανονικού τους ονόματος, και από τα 100 παιδιά περίπου που ερχόντουσαν τότε στο χωριό εσύ ήσουν αυτός που κατάφερε να μπει στο κλαμπ των ισχυρών, μαζί με τα Μπομποτάκια (που πέρασαν χρόνια για να μάθεις τα πραγματικά τους ονόματα), τον Γκούφυ, τον Μπάκακα, τον Πέπε, το Πανί, τον Νενέ και ένα σωρό άλλους – και φυσικά με πρώτο από όλους τον ίδιο σου τον παππού, τον Γατάκη.
Και ακόμα και όταν μετά από κάποια χρόνια κατάφερες να αδυνατίσεις πάλι ο «Φαρίνας» ήσουν και το χαιρόσουν, γιατί ένιωθες μοναδικός ανάμεσα σε μια λαοθάλασσα από Γιώργηδες. Και όποτε έχεις αμφιβολίες για το αν σου έκανε κανένα κακό στη ζωή σου που είχες παρατσούκλι βάζεις την Γιώτα να σου περιγράψει τη σκηνή με την άλλη την Γιώτα, τη «Χοντρή», που τόσο πολύ της μαύρισε τα καλοκαίρια αυτό το επίθετο που την ακολουθούσε. Ναι, εκείνη την σκηνή στη Ναύπακτο, στην παραλία, με την Γιώτα-όχι-πια-χοντρή να περπατάει κρατώντας το χεράκι του παιδιού της, με το χαμόγελο της ήρεμης ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της, τόσο μακριά από όλες τις κακίες που είχε ακούσει όλα εκείνα τα χρόνια. Και την άλλη τη Γιώτα, την δική σου, να την κοιτάζει από μακριά και να σκέφτεται «τα κατάφερες, συνονόματη, τα κατάφερες…»
-/-
Τα μεσημέρια που το χωριό κοιμάται όλες οι παρέες μαζεύονται στα τραπεζάκια των καφενείων κάτω από την σκιά της ακακίας. Η παρέα της αδερφής σου, επειδή είναι και μεγαλύτεροι, καταλαμβάνουν πάντα το καλύτερο τραπέζι, αυτό που είναι ακριβώς δίπλα στο δέντρο και έχεις και οπτική επαφή με τον κυρ – Ντίνο στο απέναντι καφενείο για να σου ανανεώνει τις πορτοκαλάδες χωρίς ανθρακικό. Εσύ, επειδή έχεις πολύ έντονο το αίσθημα της δικαιοσύνης και η θεία σου είχε βαφτίσει τον «Γάβρο», κάθεσαι πρώτα σε ένα τραπέζι του δικού του καφενείου, παραγγέλνεις το φανταστικό σπιτικό κανταΐφι που έρχεται πάντα μέσα στο σιδερένιο πιατάκι και μόλις τελειώσεις μεταφέρεσαι πιο δίπλα.
Οι υπόλοιποι έχουν ήδη ξεκινήσει την «αγωνία» και τα χαρτιά κάτω από το τραπέζι μεταφέρονται με τόσο μεγάλη ταχύτητα που καμιά φορά βρίσκεσαι να έχεις 12 φύλλα ενώ έχεις ήδη ρίξει δυο φορές. Ο σκοπός είναι πάντα ο γνωστός, να μοιραστούν τα εφτάρια σε όλους ώστε στον πρώτο που θα τολμήσει να πει «κάρτα μία» να του φορτώσετε την μισή τράπουλα. Φυσικά αν κάτι πάει στραβά και κάποιος τολμήσει να βγει πιο γρήγορα από το αναμενόμενο φροντίζεις στην καταμέτρηση να ρίξεις τα φύλλα σου δυο – δυο, κρύβοντας από κάτω όλες τις φιγούρες – και ευτυχώς κανείς δεν δίνει σημασία στο ότι γράφεις οκτώ πόντους ενώ είχες δέκα φύλλα.
Οι δυνατές συγκινήσεις βέβαια ξεκινούν μαζί με τον «γάιδαρο» που φέρνει και την ένωση των παρεών γύρω από το ίδιο τραπέζι, ο Γκούφυ κάθεται στο κέντρο, τα Κριτσάκια μαζεύονται από την μια μεριά, οι Κορίνθιοι από την άλλη και τα παιδιά της κάτω γειτονιάς προσπαθούν να στριμωχτούν προς την μεριά με την περισσότερη σκιά. Οι υπόλοιπες οικογένειες παίρνουν τις καρέκλες από το διπλανό καφενείο για να χωρέσουν, Τσουκαλαίοι, Κοταντουλαίοι και Κορομπελαίοι ετοιμάζονται για άλλο ένα μοναδικό μεσημέρι, όχι τόσο για το παιχνίδι αυτό καθεαυτό όσο για τις αντιδράσεις που προκαλεί στους περίοικους κάθε φορά που ένας από εσάς φωνάζει γεμάτος ευτυχία «ΓΑΪΔΑΡΟΣ!‘ και 20 χέρια τρέχουν να βάλουν το χέρι τους πάνω από τον Ρήγα μπαστούνι – με τέτοια δύναμη μάλιστα που καμιά φορά εύχεσαι να είχες χάσει. Η φασαρία που κάνετε είναι τόσο μεγάλη που ο ψάλτης βγαίνει έξαλλος στο απέναντι μπαλκόνι και απαιτεί να εξαφανιστείτε. Εσείς, επειδή έχετε και στις 5 να πάτε στο γήπεδο και θα χάσετε χρόνο με τα πέρα – δώθε όχι μόνο δεν το κουνάτε ρούπι αλλά απαιτείτε να εξαφανιστεί εκείνος – και κάπως έτσι ξεκινάει ο «φρουτοπόλεμος της ακακίας». Η αυθάδειά σας προκαλεί την οργή της γυναίκας του – γνωστής και με την κωδική ονομασία «Μπιρθούλι» – που επειδή βλέπει ότι δεν παίρνετε από λόγια αποφασίζει να σας πάρει με τις ντομάτες – κυριολεκτικά. Ο κήπος της, ακριβώς δίπλα στο σπίτι, είναι η ιδανική αποθήκη πυρομαχικών για τον καθιερωμένο μεσημεριανό σας πόλεμο και οι σάπιες πατάτες, ντομάτες και τα πορτοκάλια εκτοξεύονται με καταιγιστικούς ρυθμούς. Εσείς, επειδή έχετε και ένα παιχνίδι να τελειώσετε, ορίζετε τον «σκοπό» της ημέρας ο οποίος έχει καθήκον να σας ειδοποιεί για τα επερχόμενα πυρά. Έτσι, ακόμα κι αν είσαι έτοιμος να κλείσεις, μόλις ακούσεις την γνωστή κραυγή «ΕΕΕΕΡΧΕΤΑΙ» σκύβεις το κεφάλι και αφήνεις το εκάστοτε σάπιο ζαρζαβατικό να περάσει από πάνω σου και να σκάσει στον απέναντι τοίχο. Κάποιες φορές η μάχη ανάβει και κάποιοι από τους μεγαλύτερους αποφασίζουν να ανταποδώσουν τα πυρά ορίζοντας εκτός από τον «σκοπό» και τον «τερματοφύλακα». Εκείνος στέκεται όρθιος μπροστά από το τραπέζι σας και προσπαθεί να πιάσει στον αέρα την ιπτάμενη πατάτα και να την στείλει από εκεί που ήρθε. Έξαλλος τότε ο «Φρούραχος» (σ.σ: το παρατσούκλι του ψάλτη) αποφασίζει να πάρει το λάστιχο και να σας καταβρέξει και αυτό φαίνεται να κάνει ιδιαίτερα ευτυχή τον ξάδερφό σου τον Δημήτρη ο οποίος αποφασίζει ότι ήρθε η ώρα του μεσημεριανού του μπάνιου, οπότε βγάζει την μπλούζα του, κάνει μια χορευτική κίνηση βγαλμένη από το Bad του Michael Jackson και υποδέχεται γεμάτος χαρά το παγωμένο νερό.
Με αυτά και με εκείνα η ώρα περνάει, ο ήλιος αρχίζει την καθοδική του πορεία και σας δίνει το σύνθημα να ξεκινήσετε για το γήπεδο χωρίς να κινδυνεύετε να πάθετε ηλίαση – το αιώνιο άγχος της γιαγιάς σου κάθε φορά που βγαίνεις από το σπίτι. Το ζευγάρι στο απέναντι μπαλκόνι καταλαβαίνει ότι έχασε άλλη μια μάχη και ξαναμπαίνει μέσα, σίγουρα για να ετοιμάσει τα πολεμοφόδια για την αυριανή επανάληψη. Εσύ ψάχνεις να παρτενέρ για μια τελευταία «δηλωτή», παραγγέλνεις και ένα τοστάκι με διπλό τυρί για να πάρεις δυνάμεις για το μπάσκετ και αφού κανείς δεν προθυμοποιείται να παίξει μαζί σου βοηθάς στο ξεχώρισμα των τραπουλών για να τις βρουν έτοιμες ο μπαμπάς σου και οι φίλοι του για την απογευματινή πρέφα. Και η ακακία, που και αυτό το μεσημέρι ανέχτηκε να της κόβεις τα φύλλα και να τα φυσάς με δύναμη στο πρόσωπο του ανυποψίαστου διπλανού σου, αρχίζει να ρίχνει την σκιά της προς την αγορά, δείχνοντάς σου τον δρόμο για την επόμενη βόλτα.
-/-
Η εβδομάδα των Παθών. Συμβολισμός και ζωή προχωρούν χέρι-χέρι. Το χωριό ξυπνάει από τον χειμερινό λήθαργο και εσύ είσαι από τους πρώτους που φθάνουν, συνήθως δεν περιμένεις καν να αναστηθεί ο Λάζαρος. Δεν χρειάζεται να πάρεις κανένα τηλέφωνο για να μετρήσεις παρουσίες, ξέρεις ότι θα είναι όλοι εκεί, γιατί έτσι κι αλλιώς Πάσχα και Άνω Χώρα είναι ταυτισμένα στο μυαλό σας. Η γιαγιά έχει ήδη ανέβει από τις αρχές Απρίλη και η ξυλόσομπα στο σαλόνι έχει ήδη ψήσει τα πρώτα κάστανα. Φτάνεις και η πρώτη σου δουλειά είναι να βάλεις εκείνο το πουλόβερ που «στο βάζω πάνω πάνω στη βαλίτσα, να το φορέσεις με το που θα κατέβεις από το λεωφορείο«. Ναι ρε μαμά, μην ανησυχείς, αφού έτσι κι αλλιώς με το που με βλέπει η γιαγιά δεν μου λέει «καλωσήρθες» αλλά «πω πω, κακουπόπαθα, τι φοράς βρε συ? Βάλε ένα μάλλινο να ζεσταθείς μη μου κρυώσεις και είσαι από τον τόπο«. Αυτό το «από τον τόπο» πέρασαν πολλά χρόνια για να το καταλάβεις. Δεν ήθελες να είσαι «από τον τόπο» όταν πήγαινες εκεί, ήθελες να επιστρέφεις «στον τόπο«. Στον τόπο σου.
Η Μεγάλη Εβδομάδα ήταν πάντα περίεργη, υπήρχε μια μυστική συμφωνία να μην ξενυχτήσεις πολύ, να μην ξεσαλώσεις και σε πούνε άπιστο. Έτσι κι αλλιώς κάθε μέρα έπρεπε να πας και στην εκκλησία, και όχι απλά για να παρακολουθήσεις την λειτουργία. Στο ιερό, τα υποψήφια παπαδοπαίδια δίνατε αγώνα καθημερινά για το ποιος θα βγει κρατώντας τις λαμπάδες και τα εξαπτέρυγα σε κάθε ευαγγέλιο, με τη μεγαλύτερη μάχη να γίνεται φυσικά την Μεγάλη Πέμπτη που είχε τα δώδεκα ευαγγέλια και τις πληροφορίες να αναφέρουν ότι δεν είχαν όλα την διάρκεια. Αν ήσουν τυχερός θα έβγαινες στο έκτο ή στο όγδοο που εξασφάλιζαν την μεγαλύτερη διάρκεια εμφάνισης μπροστά στο ευσεβές κοινό και θα είχες και την ευκαιρία να ρίξεις και μια λοξή ματιά στη γιαγιά που σε καμάρωνε από τον γυναικωνίτη.
Το Μεγάλο Σάββατο έφερνε εκείνο το ενοχλητικό πρωινό ξύπνημα και την αγωνία να προλάβετε να κοινωνήσετε, αλλά μετά έτρωγες – για ανταμοιβή – την πρώτη σοκολάτα ύστερα από έξι ολόκληρες μέρες και τα ξεχνούσες όλα. Και το βράδυ φυσικά, στον επιτάφιο, όλα σου φαίνονταν μαγικά, η πομπή με τα κεριά μέχρι τον Άη Θανάση και πάλι πίσω, τα δυναμιτάκια που δυσκόλευαν την επικοινωνία με τις ήδη βαρύκουες γιαγιάδες και το «Χριστός Ανέστη» που έμοιαζε με λύτρωση. Ύστερα γρήγορα σπίτι για φαγητό, ο μπαμπάς να είναι ο μόνος που τρώει μαγειρίτσα κι εσύ με την μαμά να τρώτε την αγαπημένη σας χοιρινή μπριζόλα – αναντικατάστατο γεύμα σε κάθε της έξοδο στο Ηράκλειο.
Μετά ξημέρωνε Κυριακή και εσείς δεν σουβλίζατε ποτέ, προτιμούσατε το ψήσιμο στη σχάρα, με τον μπαμπά να παλεύει από το πρωί να κρατήσει τα κάρβουνα ζωντανά και εσένα να σου έρχεται να λιποθυμήσεις από τον καπνό. Έπειτα κάνατε βόλτα στο χωριό να δείτε τι έφτιαξαν οι άλλοι και καταλήγατε συνήθως στο σπίτι της κυρίας Λαμπρούλας που, λόγω της γιορτής της, είχε στηθεί γλέντι τρικούβερτο. Σου άρεσαν πάντα τα γλέντια στο χωριό, όχι τόσο γιατί δεν γλεντούσες και στο Ηράκλειο ή στην Αθήνα, αλλά γιατί είχαν κάτι που σπάνια το έβρισκες αλλού: ήταν αυθεντικά.
Φέτος δεν θα πας. Τα είχες κανονίσει όλα, αλλά νίκησε η ανάγκη να είστε όλοι μαζί στην Αθήνα. Εντάξει όχι όλοι, κάποιοι θα λείπουν – κι ας παρακαλάς εσύ για Ανάσταση. Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς η Ανάσταση συμβαίνει μόνο με τον άνθρωπο δίπλα σου.
-/-
» – Τι κανονίσαμε για αύριο;
– Στις επτά στην Δάφνη για να ξεκινήσουμε.
– Στις επτά; Δεν είναι λίγο νωρίς; Καλοκαίρι είναι, διακοπές κάνουμε..
– Ναι αλλά αν φύγουμε αργότερα θα μας βαρέσει ο ήλιος κατακέφαλα και αντί για την Αγία Παρασκευή θα βρεθούμε πρώτο τραπέζι πίστα με τον Άγιο Πέτρο..
– Καλά λες. Τι θα πάρεις μαζί σου;
– Ε τα γνωστά, ένα κρουασάν και ένα νερό για το δρόμο, δυο τοστάκια για να πάρω δυνάμεις μόλις φτάσουμε, μπισκότα για όλους, καναδυοτριατέσσερα τυροπιτάκια που έχει φτιάξει η γιαγιά από χθες και ίσως καμιά σοκολάτα. Εσύ;
– Θα φάω από τα δικά σου. «
Ο μόνος λόγος για να ξυπνήσεις καλοκαιριάτικα μέσα στα άγρια χαράματα, πριν ακόμα και από τις καλομαθημένες κότες της γιαγιάς, είναι η εκδρομή σε κοντινά ξωκλήσια, κορυφές, ραχούλες και λοιπά hot spots γύρω από το χωριό. Εξωτικές ονομασίες όπως το «Αυγό», ο «Σκοτωμένος», η «Κόκκινη μηλιά» και το «Με(ι)λάκωμα» φώναζαν θαρρείς για μια επίσκεψη, όπως τους ηλικιωμένους μακρινούς θείους που περίμεναν να περάσεις έστω και για ένα «γεια» μόλις έφτανες στο χωριό.
Ξυπνάς και η γιαγιά τρομάζει, πάλι ξέχασες να της πεις ότι θα φύγεις για τα Ζιρέλια.
– Το μεσημέρι να είσαι πίσω όμως ε;
– Μα τι λες ρε γιαγιά, θες να πάθουμε καμιά ηλίαση; (η δικαιολογία-ορόσημο που πιάνει πάντα)
– Α όχι όχι παιδάκι μου, να καθίσετε εκεί, το απόγευμα ελάτε.
Την φιλάς και φεύγεις, πάλι έχεις αργήσει και οι υπόλοιποι θα έχουν αρχίσει να μαζεύονται.
Ξεκινάτε και το κασετόφωνο παίζει τις τελευταίες επιτυχίες που ακούγατε τον περασμένο χειμώνα.
– Λαμπρινηηηη, βγάλε ρε παιδί μου τους Πυξ Λαξ πρωινιάτικα.
– Εγώ; Η Ρούλα θέλει να ακούσει πάλι το «Μια συνουσία φυστικί».
– Το ποιο;;
Χαζογελάτε και προχωράτε μπροστά, το πρώτο μισό της διαδρομής είναι δύσκολο που έχει ανηφόρα, μόλις όμως μπείτε στον χωματόδρομο και αρχίσετε να κατηφορίζετε τα πόδια σας προχωρούν από μόνα τους, σαν να ήθελαν πάντα να κάνουν αυτήν και μόνο την διαδρομή, ενώ τα δέντρα δεξιά και αριστερά σας αγκαλιάζουν με την σκιά τους και κάνει σχεδόν κρύο.
– Κάτσε λίγο εκεί να σε βγάλω μια φωτογραφία! Τρία φιλμ έχω πάρει μαζί μου, μην πάνε χαμένα.
– Μα τι λέει αυτή η ταμπέλα μπροστά από το χάλασμα;
– «Πολήτε η παρόν βελίτσα». Εκεί στάσου, να φαίνεται και αυτή!
Τελικά φτάνετε και η πρώτη σας δουλειά είναι να απλώσετε πάνω στο τσιμεντένιο τραπέζι τα χαρτιά και τα φαγητά, ενώ όποιος προλάβει βάζει τα αναψυκτικά του μέσα στην πέτρινη βρύση για να διατηρηθούν κρύα από το νερό που έρχεται κατευθείαν από την κορυφή του βουνού. Αρχίζει ο «Γάιδαρος» αλλά δεν είναι να κρατήσει και για πολύ.
– Πάω να πιω λίγο νερό.
– Περίμενε Φώτη, έρχομαι κι εγώ να πάρω την κόκα κόλα.
Φτάνετε στην βρύση και κάνεις να πιάσεις το κουτάκι.
– Κάτσε ρε να γεμίσω λίγο το μπουκάλι, μην βάζεις τα βρωμόχερά σου μέσα στη βρύση.
– Ε διψάω ρε παιδί μου, και σιγά τα βρωμόχερα πια.
– Άκου που σου λέω, θέλουν λίγο πλύσιμο.
Μέχρι να καταλάβεις τι εννοεί σου έχει αδειάσει το μισό μπουκάλι με το παγωμένο νερό πάνω σου.
– Ααααα, Κρύστα, έλα να δεις τι έκανε ο Φώτης!
– Τι έκανε;
– Να αυτό!
Αρπάζεις το μπουκάλι από τα χέρια του Φώτη και ρίχνεις το υπόλοιπο νερό πάνω της. Ο Κώστας σας βλέπει από μακριά και νευριάζει.
– Ρε ξεκινήσατε χωρίς εμένα; Έρχομαι!
Για την επόμενη μία ώρα το παιχνίδι έχει έναν πολύ απλό κανόνα: όποιος έχει γίνει μούσκεμα από πάνω μέχρι κάτω μόνο τρεις φορές θεωρείται στεγνός και πρέπει να τιμωρηθεί. Δικαιολογίες του τύπου «Μη με βρέχετε άλλο, δεν έχω πάρει δεύτερο ζευγάρι κάλτσες», «Έχω χρόνια ιγμορίτιδα, να, έχω φέρει μαζί μου και το χαρτί του γιατρού – ααα, βράχηκε!» ή «Μα αυτή είναι η καλή μου βερμούδα, θα την φορούσα και αύριο στην εκκλησία, μην μου ξαναρίξεις νερό – ααχ, μα τώρα μου πέταξες κόκα κόλα;;» θεωρούνται προπαγανδιστικές και απορρίπτονται ομόφωνα. Και όταν πια το μπουγέλο λήγει, το τοπίο γύρω από την εκκλησία θυμίζει πεδίο μάχης, με τους μισούς να προσπαθούν να στεγνώσουν μπλούζες, παπούτσια και κρουασάν και τους άλλους μισούς να κλείνουν τα μάτια και να ονειρεύονται ότι κάνουν ηλιοθεραπεία στην Ίμπιζα.
– Άρτεμις, βγάλε τους Beatles και βάλε την κασέτα με τα ελληνικά.
Πατάει το play και μέχρι να προλάβει να αναρωτηθεί η Πρωτοψάλτη πως θα ήταν να είχε στα σύννεφα ένα παλιό βενζινάδικο έχεις αρπάξει το πρώτο μπουκάλι που βρήκες μπροστά σου και το έχεις μετατρέψει σε τουμπερλέκι, η Ρούλα και η Άννα έχουν ανέβει πάνω στο τραπέζι-πίστα και χορεύουν σαν να μην υπάρχει αύριο, ο Πορφύρης τραβάει φωτογραφίες, η Βίκυ και η Μαίρη παραδίδουν μαθήματα τσιφτετελιού, ο Σωτήρης αρχίζει να ζητωκραυγάζει και σιγά σιγά δεν μένει κανένας καθιστός, το πρόγραμμα γυρίζει σε Έφη Θώδη (ναι, πολύ πριν την «ανακαλύψει» το star) και όλοι μαζί καταλήγετε να χορεύετε ένα απροσδιόριστο χορό που τα μόνα σωστά βήματα είναι αυτά που κάνουν το σώμα σου να νομίζει ότι συνομιλεί με τα σύννεφα.
– Πάει έξι η ώρα, μήπως να γυρίσουμε σιγά σιγά;
– Ναι, πάμε.
Στην επιστροφή δεν μιλάει κανείς, το ραδιόφωνο το κρατάει ο λιγότερο εξαντλημένος, τα κεφάλια είναι σκυφτά και μοιάζουν να μετρούν τα βήματα μέχρι την είσοδο του χωριού.
– Νομίζω φέτος ήταν η καλύτερη εκδρομή από όλες τις χρονιές.
– Ε όχι και όλες, υπάρχουν και καλύτερες…
– Αλήθεια; Σαν ποια;
– Σαν την επόμενη.
-/-
Τίποτα από όσα έχουμε ζήσει δεν θα ήταν το ίδιο αν δεν υπήρχε αυτός ο τόπος ο ευλογημένος απο τους θεούς των ελάτων, των καστανιών και των πλατάνων. Τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο αν οι βόλτες μας δεν μας έβγαζαν σε μονοπάτια μέσα στο δάσος ή αν κάθε στροφή δεν μας οδηγούσε να ξαναδούμε το χωριό από διαφορετική γωνία. Και μπορεί αυτό που μου λείπει περισσότερο σήμερα να είναι όλοι αυτοί που μεγαλώσαμε μαζί, αλλά και το χωριό από μόνο του είναι φορτισμένο με τόσες αναμνήσεις που αρκεί να είναι κανείς εδώ για να ξαναδεί μπροστά στα μάτια του όλα (μα όλα) τα «χαμένα επεισόδια».





-/-
Μια βόλτα αρκεί. Το χωριό όπως το ζήσαμε δεν έχει αλλάξει πολύ, αν εξαιρέσεις την πρωτόγνωρη τουριστική του ανάπτυξη (ήδη λειτουργούν 7 ξενώνες και χτίζονται και άλλοι 2) και από την άλλη τα κλεισμένα παλιά μαγαζιά, που όμως την θέση τους – ευτυχώς -έχουν πάρει καινούρια. Έτσι κι αλλιώς τον τόπο δεν τον κάνουν τα κτίσματα, αλλά οι άνθρωποι, τα πόδια μας δεν περπατούν σε σοκάκια αλλά σε αναμνήσεις και το βλέμμα δεν στέκεται στις κλειστές πόρτες αλλά περνάει πίσω από αυτές, αναζητώντας μονάχα μια εικόνα οικειότητας. Και κάπως έτσι αυτό το χωριό, η Άνω Χώρα, τα καταφέρνει ακόμα – και μακάρι και για πάντα – να μου δείχνει τον δρόμο που θέλω να περπατώ.












-/-
Τι άλλο μπορεί να είναι αυτό που σε δένει με την γη, αν όχι τα πόδια που την περπάτησαν; Και τι άλλο μπορεί να είναι αυτό που σε κρατάει για πάντα δεμένο με έναν τόπο από τις εικόνες των ανθρώπων που τον έκαναν «κτήμα» τους;
Η Άνω Χώρα μου (μας) έδωσε απλόχερα μερικές από τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου (μας). Και όταν χρειάστηκα κάπου να ακουμπήσω τις σκέψεις μου για να ξεκουράσω το μυαλό μου το χωριό ήταν και πάλι εκεί, μέσα μου, για να το ξαναπερπατήσω όπως το περπατούσα και τότε. Και όταν τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα καβαλούσα νοερά το ΒΜΧ και κατέβαινα με φόρα την κατηφόρα του Σαλούστρου, με μόνο εφόδιο αυτό που δεν θα ξαναβρώ ποτέ, την άγνοια κινδύνου.
Αλλά και πάλι το χωριό δεν θα σήμαινε τίποτα αν δεν μου έδινε τις σχέσεις που ανέπτυξα εκεί. Πες μου τώρα ποιος θα ήμουν – ή πως θα ήμουν – αν δεν είχα μεγαλώσει μαζί με όλους αυτούς που ακόμα και τώρα όταν συναντιόμαστε κοιταζόμαστε με το μοναδικό βλέμμα που έχουμε μάθει να βλέπουμε ο ένας τον άλλο, αυτό της αθωότητας. Και τι περισσότερο μπορεί να ζητήσει κανείς από την παιδική του ηλικία παρά την εικόνα πέντε-δέκα-είκοσι παιδιών που περπατούν πιασμένα αγκαζέ, σχηματίζοντας μια ανθρώπινη αλυσίδα, και τραγουδούν μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα με μόνο προβολέα το φεγγάρι. Όλοι μαζί, ενωμένοι, να προχωράμε μπροστά, αν αυτό δεν είναι το καλύτερο μάθημα για την ζωή σου τότε ποιο;
Κι εκεί που λες πάει, αυτό ήταν, όλα αυτά τελείωσαν και δεν ξαναγυρίζουν, αρκεί ένα μόνο τριήμερο, αρκεί να δεις έναν από εμάς να παντρεύεται μπαίνοντας στην εκκλησία κρατώντας το μωρό του στα χέρια, για να αρχίσεις να κλαις και πάλι όπως και τότε, με το χαμόγελο καρφωμένο στα χείλη σου. Και αρκεί μια οποιαδήποτε συνάντηση για να βγάλει και πάλι ατάκες-μύθους, που κανείς άλλος δεν καταλαβαίνει αλλά για εσένα είναι η καλύτερη – και ταχύτερη – ψυχοθεραπεία. Όλα είναι απλά τελικά, αρκεί να μπορούμε να τα δούμε με το σωστό βλέμμα.