Ακριβό μου διθέσιο

Περιμένω βαριεστημένα στο συνεργείο να μου αλλάξουν μπαταρία στον Μπουρμπούλη (μην ρωτήσεις γιατί λέω έτσι το αυτοκίνητό μου, καθένας με τα προβλήματά του ως γνωστόν). Και μπαίνει μέσα ο άρχοντας του χάους, με το ένα μάτι εδώ και το άλλο να αγναντεύει το οροπέδιο του Ναμάκαλαντ (μην με ρωτήσεις γιατί ξέρω το συγκεκριμένο οροπέδιο, είπαμε, καθένας κτλ κτλ). Και αρχίζει το παραμιλητό. Προς τον μάστορα υποτίθεται. Αλλά ουσιαστικά χωρίς να νοιάζεται αν και ποιος τον ακούει. Απλά τα λέει, χωρίς διακοπή, χωρίς αντοχή, αλλά με τέλειο ειρμό, συνειρμό και τελικά οδυρμό. 

Δεν είναι αυτοκίνητο αυτό που έχω. Είναι η κούκλα του Σατανά. Ποια κούκλα δηλαδή, ο ίδιος ο Σατανάς είναι. Ότι και να κάνω με εκδικείται. Αν δεν κάνω τίποτα, πάλι με εκδικείται. Το παρκάρω προσεκτικά, το βρίσκω τρακαρισμένο, μέσα όλη η δεξιά πόρτα σου λέω και μόλις την είχα βάψει. Το παρκάρω άτσαλα, όπως όπως σε μια αλάνα, σπάει το φρεάτιο που ακουμπούσαν οι μπροστινές ρόδες και πέφτει το εμπρός μέρος μέσα. Το αφήνω στο ίσιωμα, μπροστά από αστυνομικό τμήμα, μου σπάνε το τζάμι κάτι αναρχικοί με πέτρες. Το αφήνω στην κατηφόρα την ερημική, πέντε τετράγωνα μακριά από το σπίτι, σπάει το χειρόφρενο, τσουλάει και παίρνει σβάρνα τρία αυτοκίνητα, μέχρι που τα σταματά μια κολόνα της ΔΕΗ. Οδηγώ γρήγορα, πετάγεται μπροστά μου άλογο, ναι, άλογο – Θεός σχωρέστο. Οδηγώ προσεκτικά, ανοίγει ένας παρκαρισμένος την πόρτα του στο απέναντι ρεύμα, χτυπάει ένα διερχόμενο μηχανάκι κι έρχεται ο μηχανόβιος και σκάει πάνω στο καπό μου. Οδηγώ με ζέστη, ανεβάζει θερμοκρασία ο κινητήρας, κάνει ένα τσαφ! και με αφήνει στην μέση της παραλιακής. Οδηγώ με βροχή, φτάνω στην καφετέρια, πλημμυρίζει ο Πειραιάς, το βλέπω να περνά μπροστά μου επιπλέοντας. Καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις;;; Δεν τον ενδιέφερε να καταλάβει κανείς. Απλά τα έλεγε. Και δεν σταματούσε.

Προχθές, φτάνω στην δουλειά, βγαίνω από το αναθεματισμένο τετράτροχο, αφήνω την τσάντα μου και το κλειδί στο κάθισμα, να βάλω το παλτό μου σαν άνθρωπος, σηκώνεται ένας αέρας, μίνι-Κατρίνα, κλείνει η πόρτα, κατεβαίνουν οι ασφάλειες και αρχίζει να χτυπάει ο συναγερμός. Κατέβηκε η μισή εταιρεία ανάστατη, νόμιζαν ότι δεχόμασταν επίθεση – είμαστε και πολυεθνική, καταλαβαίνεις. Αλλά ως εδώ, δεν αντέχω άλλο. Μετά και από το τελευταίο ρεζιλίκι θα το πετάξω, ποια ανακύκλωση; Δεν ανακυκλώνονται τέτοια πράγματα, τέτοιοι διάολοι δεν ανακυκλώνονται.

Κανονίζω να βγω, που λες, με το Μαράκι, την ξέρεις, την κόρη της Ασημίνας. Πάω από το σπίτι να την πάρω, κατεβαίνει το Μαράκι, σωστό κουκλάκι, βγαίνω εγώ έξω να το παίξω τζέντλεμαν, της ανοίγω την πόρτα, μπαίνει μέσα, κάνω τον γύρο εγώ, κάθομαι στο κάθισμα και με το που κλείνω την πόρτα αρχίζει το ραδιόφωνο, από μόνο του. Λέω, ψυχραιμία Τάσο, λίγη μουσικούλα σπάει και τον πάγο, θα πείτε τίποτα για το καινούριο του Οικονομόπουλου, θα έρθετε στο κέφι. Έλα μου όμως που το βλέπω το Μαράκι να δυσανασχετεί με τη μουσική, πρέπει να είναι της ποιότητας το μικρό, λέω ας αλλάξω σταθμό,  πάω να πατήσω το κουμπί του ραδιοφώνου και ακούγεται η κόρνα. Πατάω άλλο κουμπί, πάλι τα ίδια, λέω στο Μαράκι, είμαι προσεκτικός οδηγός εγώ, σε κάθε διασταύρωση κορνάρω, δεν πρέπει να το εκτίμησε εκείνη, το είδα εγώ στο πρόσωπό της. Έλα μου όμως που δεν τελείωσε εκεί. Περιμένω στο φανάρι να μπω στην Γρηγορίου Λαμπράκη, είναι μπροστά μια κότα, ανάβει πράσινο, ακίνητη η κότα, πάω να της κορνάρω και ακούγεται ένα μπιπ από άλλο κόσμο, ένα μπιπ σαν κιθάρα ξεκούρδιστη, και στερεοφωνικό. Λέω δεν μπορεί, θα κόρναρε και ο πίσω, κάνω να ξαναπατήσω την κόρνα επαναλαμβανόμενα και γίνεται το αυτοκίνητο La Mamounia της δεκαετίας του ’90, λίγο ακόμα και θα έκανα πάρτι μέσα στο Φιατάκι το διθέσιο. Καταλαβαίνεις;;; Συγχρονίστηκε η κόρνα με το στέρεο και αλλάξανε τρόπο μετάδοσης. Κόρναρα εγώ κι έκανε πάρτι η Dolby Surround για τη νέα της εφαρμογή στα αυτοκίνητα, μέχρι και στο γιουτιουμπα με είδα με τίτλο «Παρανοϊκός συνδέει την κόρνα με τα ηχεία του αυτοκινήτου». Κακήν κακώς μου ζήτησε το Μαράκι να το αφήσω επί της λεωφόρου, το άφησα, τι να έκανα, εγώ δεν είχα αυτοκίνητο, την ντίσκο Μπουμ – Μπουμ είχα.

Να το πετάξω, αυτό θέλω, γι’ αυτό στο έφερα, δε με νοιάζει αν το παίρνεις, εγώ εκεί μέσα δεν ξαναμπαίνω. Το παράτησε και έφυγε. Του έδωσα δίκιο.

28 Replies to “Ακριβό μου διθέσιο”

    1. Λες να πάω για αθλητικός ρεπόρτερ; «Μπατίστα, Μπατίστα με την μπάλα, Μπατίστα στην μεγάλη περιοχή, Μπατίστα σουτ και γκοοολ!» Μπα ε; Καλά, οκ, είπα να κάνω μια προσπάθεια για αλλαγή καριέρας.

      Μου αρέσει!

  1. Απολαυστικό κείμενο!

    Βασικά έχω γίνει μάρτυρας ανάλογων περιστατικών που θα μπορούσες άνετα να τα περιέγραφες εσύ όπως το παραπάνω, αλλά δυστυχώς/ευτυχώς ήταν αληθινά. Σουρεαλ καταστάσεις, αλλά μ’αρέσουν :-))

    Μου αρέσει!

  2. Πλάκα είχε. Πώς να μην του δώσεις δίκιο; 🙂

    Τα αυτοκίνητα πάντως αρχίζουν τα πολλά τα νούμερα όταν μας έχουν πια βαρεθεί και θέλουν να μας ξεφορτωθούν. Αυτό ξέρω εγώ.

    Μου αρέσει!

  3. Αστείρευτη πηγή είσαι… Σε έχω ικανό να τα εμπνεύστηκες όλα αυτά σε κανένα βενζινάδικο περιμένοντας για βενζίνη! Αμ το άλλο πού το πας, την εκδοχή να βρεις κλήση επειδή πάρκαρες μπροστά σε τράπεζα ένα βράδυ που απελπισμένα έψαχνες κάπου να το αφήσεις το ρημάδι, την σκέφτηκες;;

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε