Αμνησία | Βυθός | Γιορτή

Salvador Dali, The persistence of memory
Salvador Dali, The persistence of memory

Α|μνησία

Δε θυμάμαι. Λεπτομέρειες, γεγονότα και ιστορίες ολόκληρες παλεύουν να βρουν θέση σε μια παράσταση που ρίχνει πάντα απότομα την αυλαία. Εξομολογήσεις και περιπέτειες σβήνονται στην στιγμή, αφήνοντας πίσω στοίβες λευκών σελίδων. Οι ανατροπές χάνονται στον κύκλο μιας ακόμη ρουτίνας, η είδηση διαρκεί όσα δευτερόλεπτα χρειάζεται ο πομπός να την εκφωνήσει. Κείμενα και φωτογραφίες αρχειοθετούνται επιμελώς στην μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του χρόνου, την λήθη. Αρχίζω και φαίνομαι λίγος. Είμαι λίγος. Συγκρατώ μόνο όσα αντέχω. Με νικούν μόνο όσα δεν περίμενα. Αφήνω να περάσουν μπροστά από τα μάτια μου ολόκληρες πορείες διαμαρτυρίας σημαντικών στιγμών ενάντια στην κατεστημένη αμνησία. Ξεχνάω όσα ακούω. Ένα μακρόσυρτο μουρμουρητό παίρνει όλο και πιο συχνά την θέση κουπλέ και ρεφρέν. Ένα μουρμουρητό παίρνει την θέση του χρόνου.
Γράφω για να νικήσω τον χρόνο. Κυρίως για να νικήσω την ύφεσή του, να χαρίσω ιδεατές εξάρσεις σε ευθύγραμμα χρόνια. Καταγράφω αγγίγματα για να τους αποδώσω μια ψευδαίσθηση αιωνιότητας. Αποτυπώνω σκέψεις για να τους προσφέρω μια σπασμένη δικλείδα μεγαλείου. Αγωνίζομαι απέναντι σε αυτό που καταλαβαίνω ότι θα με νικήσει, την ανωνυμία άλλης μιας αναπόφευκτης αναχώρησης. Τελικά γι’ αυτό γράφουμε, για να μην επιτρέψουμε άλλη μια συλλογική αμνησία σε προσωπικές ιστορίες. Να μην αφήσουμε τους επόμενους να εξιστορήσουν τις ζωές μας σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες προσταγές.
Ανεβαίνω κόντρα τα σκαλιά. Καταλαβαίνω ότι η αμνησία δεν μπορεί να είναι προσωπική επιλογή. Όχι τώρα. Όχι εδώ. Οφείλω να σταματήσω να μην αντέχω να θυμάμαι. Οφείλω στην μνήμη μια πρώτη νίκη.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Β|υθός

Βουτιά. Όλα αλλάζουν νόημα, κάθε μικρή κίνηση κρατάει από το χέρι και μια αλληγορία. Οι επιφάνειες γίνονται σύνορα, όρια που πρέπει να ξεπεραστούν, εμπόδια που δυσκολεύουν την μέρα να προχωρήσει. Οι φωτισμένες λεωφόροι μετατρέπουν την πόλη σε ένα αχανές πάζλ από ακανόνιστα κομμάτια, τα σκοτεινά τετράγωνα ξεπηδούν σαν κύματα που ετοιμάζονται να μας σκεπάσουν.
Βουτιά στην πόλη. Κοιτάω τον βυθό της. Περπατάω έξω από εγκαταλειμμένα σπίτια, από μέσα το επίμονο κλάμα ενός σκύλου φωνάζει ότι κάποτε υπήρχε καθημερινότητα εδώ. Τώρα μόνο ακανόνιστες στιγμές. Προσπερνάω άδειες βιτρίνες, στο βάθος τα σκονισμένα ράφια μουγκρίζουν ότι κάποτε υπήρχε ανταλλαγή εδώ. Τώρα μόνο χρεοκοπημένες αντοχές. Στην άκρη του δρόμου χέρια απλωμένα, κάτω από τις κουβέρτες τα σώματα ψυθιρίζουν ότι κάποτε υπήρχε ζωή εδώ. Τώρα μόνο βυθισμένες αξιοπρέπειες.
Καρφώνω το βλέμμα στο πεζοδρόμιο, σαν να είναι αυτό το μόνο σύνορο που μπορώ να αντέξω, σαν να είναι αυτή η μόνη επιφάνεια που με κρατάει μακριά από τον βυθό της πόλης. Οι περαστικοί μοιάζουν με ναυαγοί μιας βάρκας που ανατράπηκε από ένα γιγάντιο κύμα, όλοι μαζί παλεύουμε να νικήσουμε μια δύναμη που μας τραβάει προς τα κάτω.
Φάρος πουθενά. Τα μόνα μας σωσίβια είναι τα ενωμένα σώματά μας.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Γ|ιορτή

Σηκώνεσαι το πρωί, μετά την αναγκαστική κραιπάλη που σε βοήθησε να αντέξεις άλλο ένα ρεβεγιόν, και φτιάχνεις μια κούπα από εκείνον τον καφέ που δεν πίνεται. Βγάζεις από την ντουλάπα την παλιά σχολική σου τσάντα, πετάς μέσα δύο τζιν και τρία πουκάμισα και κατεβαίνεις στο λιμάνι. Το πλοίο έχει ήδη κλείσει την είσοδο για τους επιβάτες κι εσύ τρέχεις να μπεις από το γκαράζ μαζί με το τελευταίο φορτηγό, είναι πάντα αυτή η τελευταία στιγμή που μας σώζει. Τις ατέλειωτες ώρες της αναμονής στο κατάστρωμα κοιτάς τα περιγράμματα των νησιών που αφήνεις πίσω, τις άσπρες κουκκίδες στην κορυφή και τους γαλάζιους τρούλους, όλα μοιάζουν μικρά όταν παρεμβάλλεται η θάλασσα.
Φτάνεις στον Πειραιά και μου λες να έρθω να σε πάρω, κι εγώ μπαίνω ανάποδα σε όλα τα στενά για να κάνω την διαδρομή πιο σύντομη. Έτσι κι αλλιώς τα απαγορευτικά δημιουργήθηκαν για να σβηστούν την πρώτη μέρα του Γενάρη. Μπαίνεις στο αυτοκίνητο και τα χέρια μας αγγίζονται ξανά αμήχανα, κάθε φορά για εμάς είναι η πρώτη φορά.
Ερχόμαστε σπίτι και κάνουμε όλα εκείνα που μας στερεί η θάλασσα που έχει μπει ανάμεσα, μια ματιά που σταματά τον χρόνο, ένα τσιγάρο μοιρασμένο, έναν χορό σε ρυθμό διαφορετικό από εκείνον του τραγουδιού.
Κι ύστερα μου λες αυτό για εμένα είναι γιορτή, να φτάνω σε εσένα.
Μέσα σε δυο ώρες το πολύ έχω και πάλι συνηθίσει το σώμα σου, η εικόνα σου στον καναπέ δείχνει οικεία, το μπρίκι βγάζει δύο καφέδες αντί για έναν, τα πεταμένα μας ρούχα στο πάτωμα μοιάζουν τακτοποιημένα. Κοιτάμε μέσα από το άδειο σπίτι τα φώτα που έχουν ξεχαστεί στα μπαλκόνια απέναντι, ανοίγουμε την πόρτα να φύγει ο καπνός του τσιγάρου και μπαίνει ο καπνός από τα τζάκια, η νέα μυρωδιά της πόλης, γελάμε με όσα δεν αντέχουμε και τραγουδάμε Cohen, απομονώνουμε πάντα στίχους, για να μην νιώθουμε απομονωμένοι.
Κι ύστερα αρχίζουν τα μην φύγεις.

10 Replies to “Αμνησία | Βυθός | Γιορτή”

  1. …και θα συνεχίσουμε όλοι μαζί να τραγουδάμε Cohen και να γράφουμε «για να μην επιτρέψουμε άλλη μια συλλογική αμνησία σε προσωπικές ιστορίες»…

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε