
Παλεύεις χρόνια να βάλεις τα πράγματα στην θέση τους, ψάχνοντας τα σωστά κουτιά, αφήνεσαι να πιστέψεις ότι αν διαλέξεις ένα καφέ κουτί για τα πεσμένα κλαδιά του Νοέμβρη κι ένα άσπρο για τα βότσαλα από το νησί, θα τακτοποιηθούν αυτόματα τα δάση και οι θάλασσες, χωρίς να πιάνουν χώρο όταν δεν χρειάζονται, έτοιμα όμως να ανασυρθούν όταν τα έχεις ανάγκη.
Δε σου περνάει καθόλου από το μυαλό ότι ο μόνος τρόπος να τοποθετηθούν τα δάση και οι θάλασσες είναι να πέσουν με φόρα το ένα πάνω στο άλλο, να κατρακυλήσουν οι κορμοί των δέντρων στις πλαγιές μέχρι να συναντήσουν το πρώτο κύμα, κι ύστερα να φουσκώσει η θάλασσα μέχρι να κατακτήσει τις κορυφές των βουνών. Αφήνεσαι να νομίζεις ότι το δάσος θέλει το βουνό του και το κύμα την θάλασσα, και ξεχνάς μονίμως πόσο πυκνή βλάστηση έχει ο βυθός, ή πόσο νερό κρύβεται στις ρίζες των δέντρων.
Ύστερα βάζεις τα γεγονότα σε σειρά προσπαθώντας να καταλάβεις πώς έφτασες στο σήμερα και δεν φαντάζεσαι καθόλου ότι όσα συμβαίνουν δεν ακολουθούν τον χρόνο, λες και δεν ήταν σήμερα το πρωί, που βρήκες την απάντηση σε μια ερώτηση που σου έκαναν 20 είκοσι χρόνια πριν, λες και δεν εξαρτάται ο ύπνος σου, από όσα φοβάσαι για το μέλλον. Η δυσκολία βέβαια δεν είναι να καταλάβεις ότι ο χρόνος είναι μπερδεμένος, η δυσκολία είναι να συγχωρέσεις τον εαυτό σου που απάντησε 20 χρόνια μετά. Για να μην μιλήσουμε για το πώς προχωράς τώρα που βρήκες την απάντηση.