
Θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα μου χαμογελάσεις, χωρίς να σε νοιάζει που ξύπνησες κι εσύ από τις 7 ενώ δεν έχεις πού να πας, θα σηκωθούμε από το κρεβάτι και θα πιούμε καφέ κοιτάζοντας τον ήλιο να ανεβαίνει στην αρχή αργά και μετά πιο γρήγορα πάνω από την Πεντέλη, το φως θα πέφτει πάνω στα μισόκλειστα μάτια σου και θα βάζεις το χέρι σου μπροστά προσπαθώντας να κρυφτείς – από το φως ή από εμένα, δε ξέρω – και θα γεμίσουμε το πάτωμα σταγόνες καφέ και το τραπέζι με υπολείμματα μαρμελάδας. Μετά θα τρέχω να προλάβω το λεωφορείο των 8 παρά για να φτάσω πάλι καθυστερημένος στη δουλειά, δεν θα με νοιάζει η δουλειά, μόνο που θα καθυστερήσω να γυρίσω σε εσένα και θα έχω τα ακουστικά κολλημένα στα αυτιά, με National και Anthony και Cohen και όταν θα μιλήσουμε στο τηλέφωνο θα μου πεις να σταματήσω να ακούω όσα με κρατάνε πίσω και να ακούω μόνο εσένα. Εσύ είσαι κάπου πιο μπροστά.
(Κόβεται το σήμα)