Που περιμένουμε να ‘ρθει

24.05.2014
24.05.2014

25 Μαΐου

Το σπίτι της άντεξε και αυτόν τον χειμώνα, έστω και με ένα σπασμένο τζάμι, έστω και χωρίς κοτέτσι ή φασολιές στον κήπο. Οι τοίχοι καμιά φορά παραχωρούν την ανάμνηση σαν έναν ελάχιστο χαράτσι στην επιβίωση, τι θέλεις τώρα, να πέσουν οι τοίχοι για να γυρίσει εκείνη; Κατεβαίνω στην κουζίνα της, το πετρογκάζι δεν ξέρει κανείς να το ανάβει, άσε που δεν χρειάζεται και να ανάψει αν δεν είναι για να μαγειρέψει εκείνη. Τα παντζούρια μην τα ανοίγεις, ούτε εκείνη τα άνοιγε, τα φασόλια θέλουν σκιά για να διατηρηθούν. Τι σημασία έχει που δεν έχεις πια φασόλια, μην τα ανοίγεις, έτσι τα είχε εκείνη. Μην ακουμπάς τα βιβλία στη ξυλόσομπα, θα καούν, ας είναι κρύα, ας είναι σβηστή δυο χρόνια, έχει να ξεχρεώσει περασμένες φωτιές, ποτέ δεν ξέρεις πότε θα έρθει η ώρα της πληρωμής. Να ανέβουμε πάνω τώρα, την τελευταία φορά που την είδα ήταν στην αγορά, μετά το τρίτο τσίπουρο.

Ήρθαμε για να ψηφίσουμε, μην το ξεχνάς, σταυρώνεις εκείνον που θα σε φτάσει στην κορυφή του Γολγοθά.  Συνεχίστε την ανάγνωση του «Που περιμένουμε να ‘ρθει»

Advertisement

Η μνήμη του Αυγούστου

Thomas Kinkade, Autumn on Mackinac Island
Thomas Kinkade, Autumn on Mackinac Island

Οι άνθρωποι πήγαιναν

και το φθινόπωρο ερχόταν.

[Φ.Γ.Λόρκα]

Ο Σεπτέμβρης κρατιέται πάντα από μια κλωστή που αρχίζει να ξεδιπλώνεται, σου δίνει την ψευδαίσθηση του νέου δωματίου που συναντάς μόλις ο Αύγουστος κλείσει ερμητικά την πόρτα πίσω του. Κι όμως το φθινόπωρο θα ζει πάντα με τεχνητές αναπνοές, όσες τουλάχιστον μπορεί να του δίνει ακόμα το καλοκαίρι που ξεθυμαίνει πάνω σε μαυρισμένα σώματα και καταπατημένες παραλίες. Οι άνθρωποι δεν θα το συναντήσουν ποτέ.

Ο μόνος λόγος που ευδοκιμεί ο Σεπτέμβρης είναι η μνήμη του Αυγούστου.

Subterranean Homesick Summer

Wilhelm Thony
Wilhelm Thony

Τα καλοκαίρια φροντίζει πάντα να είναι στην πόλη, το κλειστό αθηναϊκό πέλαγος είναι πάντα πιο καθαρό χωρίς τα θολά κύματα που σηκώνουν οι εξατμίσεις. Το ποτάμι της Κηφισίας στεγνώνει, στην γυμνή κοίτη του ξεψυχούν μόνο κάτι κομμένα εισιτήρια πλοίων που δεν χώρεσαν στις βαλίτσες της επιστροφής. Στο δέλτα της Αλεξάνδρας, που για να θυμίζει το μεγάλο δέλτα του Νείλου το είπαν πλατεία Αιγύπτου, τρεις Αφγανοί κολυμπούν ζαλισμένοι, σαν να τους ξέβρασαν τα γαλαζοπράσινα δέντρα της λίμνης του πεδίου του Άρεως. Τρικυμία συναντάει μόνο στην Πατησίων, τα κύματα από τις ερπύστριες θα πέφτουν πάντα μανιασμένα στον μώλο του Πολυτεχνείου και το μπετό θα ξερνά μεταπολίτευση και τηλεοπτική ανθρωποφαγία. Στην βραχονησίδα της Ομόνοιας λιάζονται κάτι σύριγγες πόρνες, κανείς ποτέ δεν έβαλε φάρο εδώ και τα καράβια βυθίζονται αύτανδρα. Στην οροσειρά της Αθηνάς οι κορυφές των μαγαζιών ρίχνουν την σκιά τους στις τρύπιες καλοκαιρινές του τσέπες – ευτυχώς που υπάρχουν και τα βουνά για να ευελπιστεί ο χειμώνας.  Συνεχίστε την ανάγνωση του «Subterranean Homesick Summer»

Και ένα

The Card Players, Paul Cezanne
The Card Players, Paul Cezanne

Οι απολογισμοί είναι σαν μικρές βραχονησίδες στη μέση του πελάγους. Υπό κανονικές συνθήκες, αν ας πούμε ταξιδεύεις με το πλοίο της γραμμής για το μεγάλο νησί με τις μικρές παραλίες και τα πράσινα νερά, δεν θέλεις σε καμία περίπτωση να πέσεις πάνω τους, αν όμως είσαι ήδη ναυαγός αυτή η στεριά είναι η μόνη σου σωτηρία. Ο απολογισμός σαν επιλογή δεν έρχεται ποτέ, υπάρχει πάντα μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που θα σε οδηγήσει σε αυτόν. Κατάσταση εκτάκτου ανάγκης: συνεπαρμένος από το παιχνίδι τραβάς συνεχώς χαρτιά και πριν προλάβεις να το συνειδητοποιήσεις πιάνεις 31. Κέρδισες, μόνο που δεν σου έμαθε κανείς τι να κάνεις τα κέρδη σου. Αφού εδώ είναι τράπουλα και όχι ταξίδι, παραφράζεις στα γρήγορα τον Καβάφη, λες σημασία έχει το παιχνίδι και ξανακοιτάς τα χαρτιά που τράβηξες.  Συνεχίστε την ανάγνωση του «Και ένα»

Στις ρόδες κατηφόρα

wpid-20130713_193956.jpgΜου λες ότι δεν γράφω συχνά τελευταία. Είναι που διαβάζω πολύ και παρατηρώ ακόμα περισσότερο. Καταναλώνω ό,τι πέσει στα χέρια μου, ποιήματα, συνθήματα, θεωρίες, ιστορίες, κιτρινισμένα φύλλα, λιωμένες χαρτοπετσέτες με μισές προτάσεις, τόμους ολόκληρους. Κι ύστερα βγαίνω έξω και παρατηρώ πώς κινείται ο κόσμος, όχι όλος, μόνο ό,τι από εκείνον μου κάνει την χάρη να κινηθεί μπροστά μου. Γίνομαι συλλέκτης κι ύστερα ψάχνω μια θέση εκκίνησης. Όχι επανεκκίνησης. Η επανεκκίνηση προϋποθέτει ότι στον νέο δρόμο θα κουβαλάς και την πραμάτεια που χρειαζόσουν στον παλιό. Και δεν το θες, ειδικά αν είσαι πια πεπεισμένος ότι οι παλιοί δρόμοι οδηγούν σε αδιέξοδα. Χρειάζεσαι μια εκκίνηση παρθένα, που το κουμπί δεν θα το πατήσεις εσύ, αλλά θα πατηθεί μόνο του όταν καταρρεύσει το παλιό σου εγώ.

Συνεχίστε την ανάγνωση του «Στις ρόδες κατηφόρα»

Φωτογραφία

Καλό ταξίδι να έχουν οι θάλασσες

Τώρα που ετραγούδησαν

Και μας ξαλάφρωσαν τα σωθικά

[ Γιώργος Σαραντάρης, Καλό ταξείδι ]

Κάτι θέλεις πάντα να πεις. Ακόμα και τις στιγμές της μεγάλης σιωπής, με τους δείκτες του ρολογιού καρφωμένους στο παρά τέταρτο, μιλάς είτε με τις μνήμες σου ή με όσα δεν έρχονται ποτέ. Κρατάω μια φωτογραφία. Είμαστε κάπου στο Θησείο, εσύ κάθεσαι σε μια καρέκλα και αφήνεις τον ήλιο να σου επιτίθεται, τα βλέφαρά σου είναι σχεδόν μισόκλειστα αλλά προσπαθείς να χαμογελάσεις. Ήσουν χαρούμενη άραγε; Ή όλα είναι μια υποκρισία της στιγμής, δοσμένη στη γνώση ότι η αποτύπωση δημιουργεί μνήμες; Δεν θα καταλάβουμε ποτέ τον χρόνο, ειδικά αν τον κλείσουμε σε polaroids.  Συνεχίστε την ανάγνωση του «Φωτογραφία»

Καθρέφτης

Caspar David Friedrich
Caspar David Friedrich

Νάναι σά νά μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα τού καπέλου σου πλατειά καί φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά νά χαιρετάει.

Γιάννης Σκαρίμπας, Φαντασία

Το πατρικό διαμέρισμα αιωρείται πάνω από την πλατεία, που κάποτε είχε δύο σκοτεινά ροκ μπαράκια με κόσμο απόκοσμο και πεταμένες σύριγγες μπροστά στις εισόδους των πολυκατοικιών, αλλά τώρα φιλοξενεί στους χρωματιστούς καναπέδες των τρέντι καφετεριών παιδιά με μοδάτες σαγιονάρες και γονείς με άβολα κοστούμια. Δεν σε πειράζει η αλλαγή της πλατείας, είναι αυτή η αιώρηση από τον τρίτο όροφο που πάντα σου δημιουργεί ίλιγγο και μια αίσθηση νωχελικής απαξίωσης για όσα αλλάζουν νομίζοντας ότι γίνονται καλύτερα.  Συνεχίστε την ανάγνωση του «Καθρέφτης»

Δέκα χρόνια μετά τον γύρο του κόσμου

Κ’ έξαφνα πάλι θυμήθηκε το μακρινό ταξίδι του άλλοτε∙ ένα όνειρο∙ ένα όνειρο κι αυτό χαμένο: Η θάλασσα απλωνόταν σκοτεινοπράσινη έκταση κυματισμένη με μουντούς αφρούς, χαμένη πέρα σε μια ομίχλη σταχτερή. Πού πήγαινε δεν το ήξερε και τότε , ούτε τώρα το θυμάται. Θυμάται μόνο πως στο πλάι του γελούσε μια ιλαρή φωνή κ’ έφεγγαν γεμάτα φως δυο μάτια, που τ’ ακολούθησε σα χίμαιρα και σαν επαγγελία πέρα από τους πάγους.

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Φθινόπωρο

Δέκα χρόνια μετά τον γύρο του κόσμου, όταν θα γυρίσεις ξανά στο πρώτο λιμάνι που σου έκρυβε πόσο μεγάλη είναι η θάλασσα, οι προβλήτες θα έχουν πάλι τους ίδιους γερανούς κι εσύ θα προσπαθείς να θυμηθείς αν οι άγκυρες ήταν πάντα τόσο βαθιά χωμένες στον βυθό. Η άσφαλτος θα καίει όπως και τότε, οι ταξιδιώτες θα γυρεύουν πάντα για σκιές και το καυσαέριο θα δημιουργεί το πιο γνώριμο φίλτρο σε μια εικόνα που πάλι θα μοιάζει ξένη. Οι πόλεις είναι παντού οι ίδιες, θα πεις, το μόνο που αλλάζει είναι η σειρά που οι τοίχοι θα προσπαθήσουν να σε κυκλώσουν. Περπατάς στην προβλήτα και τα μάτια σου καρφώνουν την άσφαλτο, η βαλίτσα σου έχει πια αδειάσει, έμαθες να γυρνάς το κοντέρ του χρόνου κουρδίζοντας το με ανατολές και φόβους ανά διαστήματα. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Δέκα χρόνια μετά τον γύρο του κόσμου»

Μη λες αντίο

Claude Monet, Étretat, der Strand und La Porte d'Amont
Claude Monet, Étretat, der Strand und La Porte d’Amont

Αμήχανος είναι πάντα ο αποχωρισμός, οι σκέψεις αδυνατούν να συναντήσουν λέξεις, μόνο επιφωνήματα, γκριμάτσες και πόδια που τρέχουν μακριά, όλα νεύματα μιας βουβής στιγμής. Ο αποχωρισμός βέβαια είναι το τυπικό τελευταίο ραντεβού, ο ίδιος ο χωρισμός έχει συντελεστεί καιρό πριν, τότε που έληξαν τα σημεία στίξης και δεν σου βρίσκεται πια ούτε ένα τόσο δα θαυμαστικό να ακουμπήσεις την πλάτη σου, και κυρίως ούτε ένα ερωτηματικό, αυτό που πάντοτε ήταν το σωστό αντικλείδι για όλες τις πόρτες ασφαλείας. Τώρα ανασφάλεια και καψόνι στα όρθια.  Συνεχίστε την ανάγνωση του «Μη λες αντίο»

Άνοιξη πάλη

Francis Bacon, 3 studies for a self portrait
Francis Bacon, 3 studies for a self portrait

Χανόμαστε επειδή το θέλουμε, επειδή έχουμε άλλες προτεραιότητες, επειδή βρήκαμε άλλους ανθρώπους ή βαρεθήκαμε τους παλιούς. Τσακωνόμαστε, βγαίνουν μαχαίρια, δηλητήρια, μπαγιάτικα φαγητά, ξεβαμμένα ρούχα, τρύπιες τσέπες, καμένες λάμπες. Δεν  θέλουμε πια, κουραστήκαμε από τα ίδια και τα ίδια πρόσωπα, τα ίδια και τα ίδια χέρια, με εκνευρίζει η φωνή σου, έχεις σιχαθεί την σιωπή μου. Πόσους καφέδες να πιούμε πάνω σε βρώμικα τραπέζια, πόσα πιρούνια να μαζέψουμε από σκονισμένα πατώματα, πόσα ποτά χρειάζεται το τίποτα που έχουμε αναπτύξει μεταξύ μας για να ξεχαστεί; Δεν θέλω να με ρωτάς τι κάνω επειδή πρέπει να το ρωτήσεις,  θέλω να κρέμεσαι από τα χείλη μου, να παθαίνεις ταχυπαλμία μέχρι να με ακούσεις, να θες να ανάψεις τσιγάρο όσο παίρνω ανάσα για να σου απαντήσω, θέλω να μην προσπαθείς να με σταματήσεις στην πρώτη αφορμή, θέλω να μην μου έρχεται να ανοίξω την πόρτα του αυτοκινήτου ενώ τρέχεις με εκατό στην εθνική μόνο και μόνο για να γλιτώσω από την φλυαρία σου. Θέλω να ξαναγυρίσουμε εκεί που ήμασταν. Και αφού δεν γίνεται, δεν θέλω τίποτα.  Συνεχίστε την ανάγνωση του «Άνοιξη πάλη»