
25 Μαΐου
Το σπίτι της άντεξε και αυτόν τον χειμώνα, έστω και με ένα σπασμένο τζάμι, έστω και χωρίς κοτέτσι ή φασολιές στον κήπο. Οι τοίχοι καμιά φορά παραχωρούν την ανάμνηση σαν έναν ελάχιστο χαράτσι στην επιβίωση, τι θέλεις τώρα, να πέσουν οι τοίχοι για να γυρίσει εκείνη; Κατεβαίνω στην κουζίνα της, το πετρογκάζι δεν ξέρει κανείς να το ανάβει, άσε που δεν χρειάζεται και να ανάψει αν δεν είναι για να μαγειρέψει εκείνη. Τα παντζούρια μην τα ανοίγεις, ούτε εκείνη τα άνοιγε, τα φασόλια θέλουν σκιά για να διατηρηθούν. Τι σημασία έχει που δεν έχεις πια φασόλια, μην τα ανοίγεις, έτσι τα είχε εκείνη. Μην ακουμπάς τα βιβλία στη ξυλόσομπα, θα καούν, ας είναι κρύα, ας είναι σβηστή δυο χρόνια, έχει να ξεχρεώσει περασμένες φωτιές, ποτέ δεν ξέρεις πότε θα έρθει η ώρα της πληρωμής. Να ανέβουμε πάνω τώρα, την τελευταία φορά που την είδα ήταν στην αγορά, μετά το τρίτο τσίπουρο.
Ήρθαμε για να ψηφίσουμε, μην το ξεχνάς, σταυρώνεις εκείνον που θα σε φτάσει στην κορυφή του Γολγοθά. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Που περιμένουμε να ‘ρθει»