
Είμαστε πρόσφυγες μιας πατρίδας λειψής, είμαστε γλάροι σε μια τεχνητή λίμνη. Χτίζουμε τα σπίτια μας στον βάλτο και τα παρατηρούμε να βυθίζονται, δεν μάθαμε ποτέ να ζούμε αδέσποτες ζωές και τώρα ψάχνουμε το λουρί που θα μας δέσει.
Πατέρα, η ζωή κυλάει μόνο μακριά σου. Μητέρα, η ζωή σου δεν κύλησε ποτέ.
Χτίζουμε σπίτια γιατί οι σπηλιές μας έδιωξαν, φτιάχνουμε δωμάτια για να γυρνάμε πάντα στα έγκατα της γης. Είμαστε μόνοι μέχρι να βρούμε τον Άλλο, γινόμαστε ο Άλλος γιατί φοβόμαστε να παραμείνουμε Εμείς. Κι ύστερα φεύγουμε μαζί χωρίς να ξέρουμε πια αν δραπετεύουμε εμείς ή οι άλλοι, κι ύστερα στεκόμαστε μακριά, χωρίς να ξέρουμε αν αρνηθήκαμε πατρίδα.