Είχες τρία χρόνια να πας στο χωριό και έτσι με το που φτάνεις στο σπίτι η πρώτη σου δουλειά είναι να αφήσεις την βαλίτσα στην άκρη της σκάλας και να τρέξεις στην αποθήκη κάτω από την βεράντα, εκεί που ανάμεσα στα διάφορα σακιά με πατάτες και κρεμμύδια της γιαγιάς σου, βρίσκεται και το πρώτο σου ποδήλατο, ο θρυλικός Rambo. Η γιαγιά, φεύγοντας κάθε Οκτώβρη, το σκέπαζε με δυο τρεις κουρελούδες για να το προστατεύσει από την υγρασία και εσύ μόλις έφτανες το Πάσχα φρόντιζες πρώτα να το βγάλεις στον ήλιο και να του φουσκώσεις τα λάστιχα και ύστερα να ανέβεις στο σπίτι για να τακτοποιήσεις τα ρούχα σου. Ανάβεις λοιπόν το φως και το βλέμμα σου ψάχνει λαίμαργα να το εντοπίσει ανάμεσα στις ντάνες από απορρυπαντικά και τις συσκευασίες με τα χαρτιά υγείας. Όσο και να ψάχνεις όμως δεν το βλέπεις πουθενά, και κάτι κουρελούδες που είναι αφημένες στην γωνία κάτω από τον θερμοσίφωνα αυτή την φορά κρύβουν μόνο μια πλαστική λεκάνη με τα εργαλεία του πατέρα σου.
– Γιαγια, που είναι το ποδήλατο μου; (και τι τα θες όλα αυτά τα χαρτιά υγείας??)
– Ποιο ποδήλατο αγόρι μου; Αυτό το παλιό που είχες; Ε, είχε αρχίσει να σκουριάζει και το έδωσα στον γείτονα για να το έχει το παιδάκι του.
– Τι λες ρε γιαγιά; Το ποδήλατό μου έδωσες; Και καλά γιατί δεν μου το είπες;
– Ε δεν φαντάστηκα αγόρι μου ότι θα το ήθελες, αυτό είναι για μικρά παιδιά και εσύ έχεις γίνει κοτζάμ μαντράχαλος.
Εσύ μαντράχαλος; Τι θέλει να πει δηλαδή, ότι έχεις μεγαλώσει; Ποιος, εσύ; Εσύ που είσαι ακόμα 28 χρονών και όλοι στην δουλειά σε αντιμετωπίζουν σαν τον μικρό τους αδερφό; Και τι πάει να πει «το ποδήλατο αυτό είναι για μικρά παιδιά»; Μια χαρά κάνει και για εσένα, λίγο την σέλα και το τιμόνι να του ψήλωνες και θα το έφερνες στα μέτρα σου. Άσε που όπως το έχεις οδηγήσει εσύ δεν θα μπορέσει ποτέ να το οδηγήσει κανένα πιτσιρίκι, μόνο στα χέρια σου κατάφερε ο Rambo να γίνει το πιο γρήγορο ποδήλατο του χωριού, και αυτά τα χέρια μπορούν ακόμη και τώρα να του προσφέρουν τις ίδιες στιγμές μεγαλείου, κάνοντας την μοναδική σούζα στην κατηφόρα που άφησε ιστορία. Γιατί εννοείται ότι, ακόμη, μέσα σου ζει και βασιλεύει ο μικρός Γιωργάκης και μπορεί να κάνει τις ίδιες τρελές κούρσες που έκανε και τότε. Να τώρα άμα σου πει να καβαλήσεις ένα BMX και να πάς μέχρι την κορυφή του απέναντι βουνού και να γυρίσεις, θα το κάνεις πριν προλάβει η γιαγιά να βγάλει τα μακαρόνια από το τσουκάλι.
Ακούς εκεί μαντράχαλος. Αντί να σου πει μπράβο που τα έχεις καταφέρει τόσο καλά στην ζωή σου και ήδη από τα 25 κατάφερες να τελειώσεις με σπουδές και στρατούς και να ζεις ανεξάρτητος, έχει και άποψη για το αν μπορείς ή όχι να κουμαντάρεις ένα ποδηλατάκι. Και δεν κοιτάζει που άλλοι στην ηλικία σου μένουν ακόμη με τους γονείς τους και τους περιμένει κάθε μεσημέρι το ίδιο εκείνο πιάτο με ζεστό φαγητό, που τους περίμενε και στο δημοτικό, ενώ εσύ τρέχεις συνέχεια να τα προλάβεις όλα μόνος σου. Αυτό λοιπόν είναι το «ευχαριστώ» της ενηλικίωσης; Να σου παίρνουν τώρα με το «έτσι θέλω» το ποδήλατό σου? Και στην τελική τόσο δύσκολο της ήταν να καταλάβει ότι εσύ και μόνο εσύ έπρεπε να αποφασίσεις για την τύχη του; Με ποιο δικαίωμα το έδωσε εκείνη στον γείτονα χωρίς να σου πει τίποτα;
Στέκεσαι αποσβολωμένος εκεί, στην κάσα της πόρτας, και την κοιτάς. Αρχίζεις να σκέφτεσαι πως, εδώ που τα λέμε, ίσως να έχει και εκείνη τα δίκια της. Τρία χρόνια, σου λέει, έχει να εμφανιστεί αυτός στο χωριό και τώρα τελευταία δεν θυμάται καν να με πάρει τηλέφωνο, σιγά μην θυμηθεί ότι είχε και ποδήλατο. Άσε που και στην Αθήνα έχει αγοράσει ένα άλλο, μεγαλύτερο, που μου είπε ότι έχει και ταχύτητες πάνω, οπότε αποκλείεται να θέλει ακόμα αυτό το σαράβαλο. Κι εσύ, με την σειρά σου, τα τελευταία χρόνια έκανες ότι μπορούσες για να ξεχάσουν όλοι το παιδί που κουβαλάς. Έχεις παρατήσει τον εαυτό σου, βάρυνες, τα μαλλιά σου αραίωσαν και στις συζητήσεις με τους φίλους σου αντί να ασχολείσαι με τα νέα παιχνίδια της Nintendo, ασχολείσαι με τις τιμές του χρηματιστηρίου. Παράτα το πια αυτό το Χρηματιστήριο, αφού το βλέπεις, δεν τραβάει.
Και δυστυχώς δεν είναι το μόνο. Τίποτα δεν τραβάει. Κανείς ποτέ δεν σε είχε προετοιμάσει για όλα όσα τώρα συναντάς μπροστά σου. Κανένα παιχνίδι και καμιά συζήτηση δεν κατάφεραν ποτέ να προσομοιάσουν όλα όσα τώρα αντιμετωπίζεις. Παραδέξου το. Μεγάλωσες και η παιδικότητά σου δεν πρόκειται να επιστρέψει ποτέ. Το γέλιο σου δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο, τόσο πηγαίο και αυθόρμητο, όπως τότε, που πήγαινες στην γιαγιά σου και της τραβούσες τα μάγουλα και εκείνη πονούσε, αλλά σε άφηνε γιατί ήξερε ότι παίζεις. Τώρα πια κανένας δε σε αφήνει να παίξεις. Όλοι έχουν απαιτήσεις, χρονοδιαγράμματα που πρέπει να τηρηθούν, δουλειές που περιμένουν εσένα για να γίνουν. Και εσύ δεν θέλεις να υπάρχουν τέτοιες δουλειές, γιατί όσο πιο πολύ τις κάνεις, τόσο περισσότερο χάνεις τον Γιωργάκη που έτρεχε με το ποδήλατο στην αγορά του χωριού και τρόμαζε τις γιαγιάδες που λιαζόντουσαν στα παγκάκια. Δεν θέλεις τίποτα από τον ενήλικο κόσμο που βρέθηκες να παλεύεις, το μόνο που θέλεις είναι να ξεκουραστείς από όλο αυτόν τον πόλεμο, να πάρεις το ποδήλατο σου και να κάνεις μια βόλτα στο δάσος, όπως παλιά.
Αφήνεις την γιαγιά στην κουζίνα και αποφασίζεις να κάνεις μια βόλτα στο χωριό, να δεις τι αλλαγές έχουν γίνει τα τελευταία τρία χρόνια που δεν ήρθες. Ανοίγεις την αυλόπορτα και αρχίζεις να ανηφορίζεις προς την αγορά, μέχρι να φτάσεις όμως το λαχάνιασμά σου σχεδόν σου κόβει την αναπνοή. «Το τσιγάρο φταίει», σκέφτεσαι και συνεχίζεις. Μετά από μερικά βήματα τα πόδια σου αρχίζουν και πονάνε, η καθιστική ζωή όλο τον χειμώνα σου έχει προσθέσει μερικά ακόμη κιλά, και από τότε που πήρες και το αυτοκίνητο σπάνια πια περπατάς. Αποφασίζεις να καθίσεις για λίγο στο παγκάκι έξω από το παλιό μπακάλικο και θυμάσαι τα βράδια που καθόταν εδώ η γιαγιά σου και σε έβλεπε να παίζεις κρυφτό με τα παιδιά της γειτονιάς. Τώρα δεν θέλεις να παίξεις άλλο κρυφτό, το χόρτασες, τώρα θέλεις να γίνουν όλα φανερά. Ο ήλιος ανεβαίνει πάνω από τις σκεπές και πέφτει στο πρόσωπό σου, δεν σε ενοχλεί όμως, σου αρέσει η ζέστη του. Μένεις εκεί και σηκώνεις τα μανίκια, ξεκουμπώνεις και το πάνω κουμπί του πουκαμίσου που νιώθεις να σε κρατάει δεμένο με την ζωή σου στην Αθήνα. Απολαμβάνεις αυτήν την ηρεμία, την σιωπή που τόσο πολύ ψάχνεις, μήπως και καταφέρεις να ακούσεις τον εαυτό σου επιτέλους. Και πάνω που κατάφερες να κλείσεις τα μάτια σου και να φέρεις ξανά μπροστά σου την εικόνα του Rambo, ένας ήχος από ρόδες που κυλάνε ακούγεται από την αρχή της ανηφόρας και νιώθεις να σε πλησιάζει, ανοίγεις τα μάτια σου και βλέπεις ένα λεπτό δεκάχρονο αγόρι να έρχεται καταπάνω σου, κάνοντας σούζα στην κατηφόρα. Χαμογελάς και καταλαβαίνεις. Ήρθε η ώρα να γυρίσεις σπίτι για να βοηθήσεις την γιαγιά στο μαγείρεμα.
«Τώρα δεν θέλεις να παίξεις άλλο κρυφτό, το χόρτασες, τώρα θέλεις να γίνουν όλα φανερά.» …………….
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Πως καταφέρνεις πάντα και εντοπίζεις ακριβώς αυτό που ήθελα ουσιαστικά να πω είναι ένα μυστήριο.. 🙂
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Γιωργάκη έτσι είναι αυτα.. Αν δε σε καταλαβαίνουν οι δικοί σου άνθρωποι, ποιος θα σε καταλάβει;
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Η αλήθεια να λέγεται.. 🙂
Μου αρέσει!Μου αρέσει!