Πες μου τι γίνεται με τις εκλογές, να σου πω τι γίνεται με την ελπίδα, ποιον θα ψηφίσεις εσύ για να επιβιώσεις, ποιον θα κρατήσω εγώ για να ζήσω, πώς θα βγεις από το αδιέξοδο, πώς θα βρω τον δρόμο μου, ποιος θέλει να σε ξεγελάσει εκείνη την Κυριακή, με ποιον θα γελάω κάθε Κυριακή. Αφηνόμαστε κι οι δυο στην ψευδαίσθηση της επιλογής, εσύ νομίζεις ότι επιλέγεις μέλλον, εγώ παρόν, αλλά τα χαρτιά και των δύο σημαδεμένα. Να θυμάσαι, μου έλεγες, αλλά δεν το θυμάσαι πια ότι μου το έλεγες. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Πες μου μόνο από πού να ξανάρθω»
Μπορούμε να γράψουμε κατεβατά ολόκληρα, ποιος είναι, τι θέλει, τι θέλουν οι άλλοι από εκείνον, πώς ορίζουμε την ελευθερία, τι εννοεί ο καθένας δημοκρατία, πώς ερμηνεύεται ο νόμος που έχει διατυπωθεί επίτηδες θολός για να φορεθεί όπως βολεύει κάθε φορά, πώς μπορεί να εφαρμοστεί ένα σύστημα εκπαίδευσης για κρατούμενους, πώς εφαρμόζεται και αν υπάρχει τελικά σύστημα εκπαίδευσης γενικότερα, πόσο ανέχεται μια κοινωνία τα βασανιστήρια είτε γίνονται στα υπόγεια της ΓΑΔΑ είτε στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου, πόσο ανεχόμαστε τελικά αυτή την κοινωνία έτσι όπως έχει γίνει και πώς μας ανέχεται εκείνη. Θα υπάρχουν πάντα οι «εμείς» κι «εκείνοι», αλλά κυρίως θα υπάρχουν οι άλλοι που μπορεί να μην θέλουν να διαλέξουν στρατόπεδο, μπορεί να μη ξέρουν να διαλέξουν, μπορεί να μην θεωρούν σημαντικό το να διαλέξουν, γιατί προτιμούν την ησυχία τους, μακριά από τα Εξάρχεια, μακριά από το Μοναστηράκι, γιατί το Μοναστηράκι είναι για να τρως σουβλάκια στον Μπαϊρακτάρη, όπως και το Σύνταγμα είναι για να στολίζουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, όχι για να μαζεύονται οι αιτούντες άσυλο, και ποιοι είναι αυτοί δηλαδή, να γυρίσουν πίσω, εμποδίζουν την πρόσβαση, εμποδίζουν τη γιορτή, εμποδίζουν τα ψώνια μας, ευτυχώς που ανοίγουν και τα μαγαζιά τις Κυριακές πια και μπορούμε να αγοράσουμε το μπλουζάκι Ζara, ευτυχώς που μπορούμε ακόμα να αγοράζουμε, εμείς, τους άλλους χέστους. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Οι άλλοι»
Παρατηρώ. Διαβάζω. Κάνω αναγωγή στο σήμερα. Προβάλλω το σήμερα στο αύριο. Παρατηρώ την προβολή να γεννά ζωή. Ύστερα πάλι ένα βήμα πίσω.
– Θα μπεις;
– Δεν ρωτάς ποτέ τον άλλο αν θα μπει, απλά του ανοίγεις την πόρτα και εξαφανίζεσαι. Τον αφήνεις εκεί, στο πλατύσκαλο, να μετεωρίζει το θέλω του. Είναι κι αυτό μια δόση ελευθερίας. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Μετέωρα»
Χανόμαστε επειδή το θέλουμε, επειδή έχουμε άλλες προτεραιότητες, επειδή βρήκαμε άλλους ανθρώπους ή βαρεθήκαμε τους παλιούς. Τσακωνόμαστε, βγαίνουν μαχαίρια, δηλητήρια, μπαγιάτικα φαγητά, ξεβαμμένα ρούχα, τρύπιες τσέπες, καμένες λάμπες. Δεν θέλουμε πια, κουραστήκαμε από τα ίδια και τα ίδια πρόσωπα, τα ίδια και τα ίδια χέρια, με εκνευρίζει η φωνή σου, έχεις σιχαθεί την σιωπή μου. Πόσους καφέδες να πιούμε πάνω σε βρώμικα τραπέζια, πόσα πιρούνια να μαζέψουμε από σκονισμένα πατώματα, πόσα ποτά χρειάζεται το τίποτα που έχουμε αναπτύξει μεταξύ μας για να ξεχαστεί; Δεν θέλω να με ρωτάς τι κάνω επειδή πρέπει να το ρωτήσεις, θέλω να κρέμεσαι από τα χείλη μου, να παθαίνεις ταχυπαλμία μέχρι να με ακούσεις, να θες να ανάψεις τσιγάρο όσο παίρνω ανάσα για να σου απαντήσω, θέλω να μην προσπαθείς να με σταματήσεις στην πρώτη αφορμή, θέλω να μην μου έρχεται να ανοίξω την πόρτα του αυτοκινήτου ενώ τρέχεις με εκατό στην εθνική μόνο και μόνο για να γλιτώσω από την φλυαρία σου. Θέλω να ξαναγυρίσουμε εκεί που ήμασταν. Και αφού δεν γίνεται, δεν θέλω τίποτα. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Άνοιξη πάλη»
Θα έρθεις πάλι να με πάρεις από το αεροδρόμιο και θα με πας από τον πιο μακρινό δρόμο, με το πρόσχημα ότι σου αρέσει περισσότερο η διαδρομή και όχι γιατί φοβάσαι την εθνική. Και θα μιλάμε πάλι για όσα έγιναν την τελευταία εβδομάδα και δεν θα μπορούμε να βγάλουμε συμπέρασμα κανένα, γιατί θα υπάρχει πάντα μια μαύρη τρύπα που θα ρουφάει νούμερα και αποτελέσματα και ανθρώπους. Κι ύστερα θα κάνουμε βόλτες και θα σκεφτόμαστε πόσο μεγάλος άθλος είναι πια που χαμογελάμε και κάνουμε σχέδια για το μέλλον ενώ γύρω μας η πόλη φοράει άλλη μια μεγάλη νύχτα. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Ζωντανός»
Περνούν οι μερες κι εμείς χανόμαστε, όχι στις δικές μας σκέψεις, όχι στα δικά μας προβλήματα, δεν είναι εκεί η απώλεια των ημέρων, είναι που χανόμαστε μεταξύ μας. Και δεν μπορώ πια να σε ακούσω, δεν αντέχω μάλλον, δεν αντέχω όσα σε λυγίζουν, όσα δεν αντέχεις κι εσύ. Και προσπαθώ να καταλάβω αν έτσι ήταν πάντα, αν παλιά μου τα έκρυβες και τώρα όχι, τώρα δεν μπορείς να τα κρύψεις, τώρα δεν θέλεις.
– Είμαι καλά τώρα, καλά.
Η φωνή σου σπάει στο τηλέφωνο, θα προτιμούσες να μην υπάρχει τηλέφωνο, να μην χρειάζεται να εξηγείς, να μην χρειάζεται να βάλεις σε λέξεις αυτό που ζεις, να το αφήσεις έτσι, ανέκφραστο, σαν βλέμμα ξένου μπροστά στην πιο δικιά σου τραγωδία. Σε ρωτάω. Παίρνεις βαθιά ανάσα. Όχι, δεν γίνεται έτσι, αυτήν την φορά δεν μπορεί να γίνει έτσι. Θα δοκιμάσεις με τις μικρές, τις κοφτές, αυτές που εκτοξεύουν λόγια όσο πιο γρήγορα μπορούν, να τα διηγηθείς όλα γρήγορα, σύντομα, σαν να είναι ασήμαντα. Ξεκινάς, σε ακούω, μισό λεπτό λες, βρέχει, πρέπει να βάλω λεκάνες στην κουζίνα, στάζει το ταβάνι, καλή γυναίκα η σπιτονοικοκυρά, με αφήνει και μένω μέσα χωρίς να πληρώνω, άγια γυναίκα, μόνο που η οροφή στάζει, μπαίνουν νερά, άγια γυναίκα, θα μου βραχούν τα χαλιά, τόσα χρόνια τα έχω, κρίμα είναι, άγια γυναίκα, και πλούσια, έχει μεγάλη περιουσία, άγια, η οροφή στάζει, πλούσια, το σπίτι γεμάτο υγρασία, άγια, πάνε τα χαλιά, τσιγκούνα, το πάτωμα κατεστραμμένο, με μισό μάτι με κοιτάζει, της χρωστάω, με κλειστό στόμα μου μιλαέι, την παρακαλάω, με αφήνει. Άγια. Πουτάνα. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Καλά»
Είμαστε ξένοι και είμαστε ίδιοι και συναντιόμαστε σε μέρη άγνωστα και είμαστε άγνωστοι σε μέρη γνώριμα και είσαι δίπλα μου στον δρόμο χωρίς να το ξέρω και είμαι δίπλα σου στο λεωφορείο χωρίς να με δεις και ακούω τα cd που παίζεις και τραγουδάς τα ρεφρέν που ψιθυρίζω και διαβάζω τα βιβλία που θες να πετάξεις και γελάς με τα αστεία που με κόβουν σαν μαχαίρια και βλέπω τα συνθήματα που γράφεις στους τοίχους και απαγγέλλεις τους στίχους που ξεχνάω και ξαναζώ τις καταστροφές σου και ανασταίνεις τα συντρίμμια μου και πίνεις το ποτό μου που είναι παλιομοδίτικο και καπνίζω τα τσιγάρα σου που μου χαλάνε τον λαιμό και τρως τα φαγητά μου που είναι άνοστα και φοράω τα ρούχα που δεν σου κάνουν και περπατάς στα παπούτσια μου που έχουν χαλάσει και σε περιμένω να περάσεις στο στοπ και με τρακάρεις στην διασταύρωση και σου σκάω τα λάστιχα και μου σπας τους καθρέφτες και σε σπρώχνω για να περάσω την ουρά και στέκεσαι μπροστά μου όταν θέλω να φύγω και σου δίνω κέρματα και μου δίνεις χαμόγελα και δεν σε καταλαβαίνω και δεν με ακούς και θέλω να σε βοηθήσω και με φοβάσαι και μιλάω την γλώσσα σου και μαθαίνεις την δική μου. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Ίδιοι»
Δεν αλλάζω, δεν μαθαίνω, δεν γυρίζω. Προχωράω με βήματα ασταθή, χτυπάω σε γωνίες, βουτάω σε νερά αβαθή, σκίζω το δέρμα μου στα βράχια, καίω το πρόσωπό μου, ξαπλώνω στην καυτή άμμο, ξεχνάω τα παπούτσια μου πίσω. Είμαι εκείνος, είμαι εγώ, είμαι απρόσεκτος, είμαι προσεκτικός, σκέφτομαι, δεν θέλω τίποτα, δεν ψάχνω την ουσία, δεν μαθαίνω στην απουσία, δεν είναι ότι φεύγω από εδώ, είναι που πηγαίνω εκεί, και μεταφέρω φωτογραφίες, να μην λείψει κανείς, να μην σου λείψει κανείς. Ακούω τραγούδια, χορεύω τραγούδια, ακούω, χορεύω, ακούω, χορεύω, ακούω, χορεύω, κάποια στιγμή θα τελειώσει η στιγμή και δεν θα υπάρξει άλλη για να την ορίσει.
Και κάπως έτσι τελειώνουν όλα όσα δεν πίστευαν ποτέ ότι θα αρχίσουν και στεκόμαστε αμήχανοι και βουβοί και δεν ξέρουμε αν πρέπει να τα αποχαιρετίσουμε εγκάρδια ή να τα κλοτσήσουμε ψυχρά, να πάνε αυτά στο καλό, να πάμε κι εμείς και ας μην βλέπουμε καλό, αλλά να ελπίζουμε σε αυτό, και κανείς δεν φεύγει φυσικά αν δεν προσμένει το καλύτερο και κανείς δεν μένει επίσης αν δεν αντέχει το χειρότερο και κρατιόμαστε πάνω σε όσα μας συστήθηκαν ως ελπιδοφόρα και τρέχουμε να φύγουμε από όσα μας έκλεψαν και αυτή την τελευταία άνοιξη και είναι άνοιξη, την βλέπεις, την αγγίζεις αλλά δεν την αισθάνεσαι. Γι’ αυτό σου λέω, πες το και ανάσταση κι ας μην πιστεύεις. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Λίγο ακόμα θαύμα»
Απόγευμα, έρχονται οι φίλοι μου, έρχονται χαμόγελα, ανοίγουμε παράθυρα, ανοίγουμε φωνές, μαγειρεύω, τρώνε τα πιάτα μου, σπάνε τα πιάτα μου, τους αφήνω, τους τα δίνω όλα, μου τα δίνουν όλα, τους κρατάω, με σηκώνουν. Ορμάω σε σχέσεις χωρίς αύριο, ανακατεύω φιλίες, ξεμπροστιάζω αμήχανους έρωτες, σαρκάζω σώματα, ξεχνάω ονόματα, αφήνομαι σε όσα με τραβούν από τον τοίχο, δένομαι σε όσα τρέχουν κατά πάνω του. Είμαι καλά, είμαι άρρωστος, ρίχνω τοίχους, φτιάχνω καράβια, ανοίγω την πόρτα μου να φύγω και κλείνω μέσα τον αέρα. Μαθαίνω να με νοιάζομαι, δυσκολεύομαι, περπατώ με το κεφάλι σκυφτό, χαμογελάω στα πεζοδρόμια, κλείνω το μάτι στα σκουπίδια, κάποια στιγμή όλοι εκεί, κάποια στιγμή κι εγώ. Σηκώνω το βλέμμα, ο ήλιος με συγχωρεί, τον συγχωρώ κι εγώ, του συγχωρώ που έβλεπε, ύστερα τον μισώ, τον μισώ που δεν μίλησε, που δεν έμαθα ποτέ γιατί στέκεται εκεί αμέτοχος, αμήχανος, έτοιμος να ρίξει σκιά και να με κρύψει, έτοιμος να τα ξεχάσει όλα. Είμαι εδώ και είμαι μόνος μου, όχι από επιλογή, όχι από ανάγκη, ούτε φταίνε οι περιστάσεις, ούτε οι άλλοι, ποτέ δεν έφταιξαν οι άλλοι, πάντα εγώ, μόνο εγώ, να ψάχνω έρωτες, να συμβιβάζω αιτίες, να δικαιολογώ αφορμές, να ανοίγω αγκαλιές για να προσγειωθούν οι άλλοι, να χτίζω σπίτια, πάντα εγώ, μόνο εγώ, εγώ το στρώμα, το κρεβάτι, η κουζίνα, το μπάνιο, εγώ το αίμα, ο θυμός, η άρνηση, εγώ για εσένα κι εσύ απέναντι. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Ανάπαυλα»