– Θα οδηγήσεις;
– Αρκεί να με πας σε δρόμο εύκολο.
Μπαίνουμε, αλλάζω την θέση στο κάθισμα, να το φέρω στα μέτρα μου, να το κάνω δικό μου, γυρίζω το κλειδί, το αυτοκίνητο πάει προς τα πίσω, θα τα καταφέρω, το τιμόνι δεν στρίβει, πάντα το τιμόνι δεν στρίβει, μαρσάρω, φοβάσαι, γελάω, γελάς, έχει κίνηση και ζέστη και φανάρια που τα προσπερνώ και φορτηγά που με στριμώχνουν και δείχνω άνετος, κάτι γίνεται με το φρένο, δεν σου λέω τίποτα, πρέπει να φύγουμε, δεν είναι ώρα για φρένα. Βγαίνουμε από την πόλη και δεν ξέρουμε που πάμε, δεν έχει σημασία, σημασία έχει να ακούμε μουσική, βάζεις ένα cd που τα μισά κομμάτια δεν τα ξέρω, πόσο καιρό είχα να ακούσω κάτι που δεν ξέρω, κάτι έχεις στο μυαλό σου, εδώ στρίβεις, πού ήταν το εδώ, μη μου τα λες τελευταία στιγμή, θέλω χρόνο, πάντα καθυστερώ με τις στροφές, στρίψε εδώ, δεν βγάζει πουθενά, πάλι πίσω, κοίτα, μια γιαγιά στη μέση του δρόμου, την έχει ξεχάσει ένα μεσημέρι καλοκαιριού πάνω στην καυτή άσφαλτο, να στρίψετε μετά την καμάρα, να μάθετε να στρίβετε γιατί οι ευθείες είναι επικίνδυνες, μην αναπτύσσετε ποτέ ταχύτητα. Συνεχίστε την ανάγνωση του «A summer wasting»